3,274,913
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δάκος:''' -εος, τό ([[δάκνω]]), ζώο του οποίου το [[δάγκωμα]] είναι επικίνδυνο, δηλητηριώδες [[θηρίο]], σε Αισχύλ.· <i>δάκη θηρῶν</i>, σαρκοβόρα, πεινασμένα θηρία, σε Ευρ. | |lsmtext='''δάκος:''' -εος, τό ([[δάκνω]]), ζώο του οποίου το [[δάγκωμα]] είναι επικίνδυνο, δηλητηριώδες [[θηρίο]], σε Αισχύλ.· <i>δάκη θηρῶν</i>, σαρκοβόρα, πεινασμένα θηρία, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δάκος:''' εος (ᾰ) τό<br /><b class="num">1)</b> досл. укус, перен. жало, язвительность (φεύγειν δ. κακαγοριᾶν Pind.);<br /><b class="num">2)</b> хищный зверь (πόντια δάκη Aesch.): Ἀργεῖον δ. Aesch. аргивский зверь, т. е. троянский конь; δάκη θηρῶν Eur. хищные звери, чудовища. | |||
}} | }} |