ἄχθομαι: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄχθομαι:''' Παθ. μέλ. <i>ἀχθεσθήσομαι</i> ή (στη Μέσ.) <i>ἀχθέσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἠχθέσθην]]·<br /><b class="num">I.</b> είμαι φορτωμένος, φορτώνομαι, [[νηῦς]] [[ἤχθετο]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για ψυχική [[πίεση]], [[λύπη]], είμαι στενοχωρημένος, θυμωμένος, [[λυπημένος]], είμαι [[θλιμμένος]], σε Όμηρ.· <i>τινι</i>, για ένα [[πράγμα]] ή με ένα [[πρόσωπο]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, [[ἐπί]] τινι, σε Ξεν.· [[περί]] τινος, σε Ηρόδ.· [[ὑπέρ]] τινος, σε Πλάτ.· επίσης με αιτ., [[ἄχθομαι]] [[ἕλκος]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με μτχ. [[είτε]] του υποκ., όπως [[ἄχθομαι]] [[ἰδών]], σε Σοφ.· ή του αντικ., [[ἤχθετο]] δαμναμένους, ότι νικήθηκαν, σε Ομήρ. Ιλ.· [[αλλά]] το υποκ. είναι επίσης σε γεν., οὐδὲν [[ἤχθετο]] αὐτῶν πολεμούντων, δεν είχε [[αντίρρηση]] να [[πάει]] στον πόλεμο, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἄχθομαι:''' Παθ. μέλ. <i>ἀχθεσθήσομαι</i> ή (στη Μέσ.) <i>ἀχθέσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἠχθέσθην]]·<br /><b class="num">I.</b> είμαι φορτωμένος, φορτώνομαι, [[νηῦς]] [[ἤχθετο]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για ψυχική [[πίεση]], [[λύπη]], είμαι στενοχωρημένος, θυμωμένος, [[λυπημένος]], είμαι [[θλιμμένος]], σε Όμηρ.· <i>τινι</i>, για ένα [[πράγμα]] ή με ένα [[πρόσωπο]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, [[ἐπί]] τινι, σε Ξεν.· [[περί]] τινος, σε Ηρόδ.· [[ὑπέρ]] τινος, σε Πλάτ.· επίσης με αιτ., [[ἄχθομαι]] [[ἕλκος]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με μτχ. [[είτε]] του υποκ., όπως [[ἄχθομαι]] [[ἰδών]], σε Σοφ.· ή του αντικ., [[ἤχθετο]] δαμναμένους, ότι νικήθηκαν, σε Ομήρ. Ιλ.· [[αλλά]] το υποκ. είναι επίσης σε γεν., οὐδὲν [[ἤχθετο]] αὐτῶν πολεμούντων, δεν είχε [[αντίρρηση]] να [[πάει]] στον πόλεμο, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄχθομαι:''' (fut. ἀχθέσομαι - v. l. [[ἀχθήσομαι]] и ἀχθεσθήσομαι, aor. [[ἠχθέσθην]])<br /><b class="num">1)</b> быть нагружаемым ([[νηῦς]] [[ἤχθετο]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> быть удручаемым, печалиться, мучиться (τινα Hom., τινι Hom., Her., Thuc., Arph., Xen., περί τινος Her., ἐπί τινι или τινος Xen. и ἐπί или [[ὑπέρ]] τινος Plat.): ἄ. [[ἔλκος]] Hom. страдать от раны; ἄ. [[κῆρ]] Hom. скорбеть сердцем, сокрушаться; οὐκ ἄ. σ᾽ [[ἰδών]] Soph. я не жалею, что увидел тебя.
}}
}}