3,276,901
edits
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἱμᾰτόεις:''' -όεσσα, -όεν, συνηρ. αἱματοῦς, <i>-οῦσσα</i>, <i>-οῦν</i> 1. = [[αἱματηρός]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που έχει το κόκκινο [[χρώμα]] του αίματος ή αυτός που αποτελείται από [[αίμα]], στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[αιματηρός]], [[φονικός]], [[δολοφονικός]], στο ίδ. | |lsmtext='''αἱμᾰτόεις:''' -όεσσα, -όεν, συνηρ. αἱματοῦς, <i>-οῦσσα</i>, <i>-οῦν</i> 1. = [[αἱματηρός]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που έχει το κόκκινο [[χρώμα]] του αίματος ή αυτός που αποτελείται από [[αίμα]], στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[αιματηρός]], [[φονικός]], [[δολοφονικός]], στο ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἱμᾰτόεις:''' όεσσα, όεν, стяж. αἱματοῦς<br /><b class="num">1)</b> кровавый (ψιάδες Hom.; [[χάλαζα]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> окровавленный ([[χείρ]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> кровопролитный ([[πόλεμος]] Hom.; ἤματα Hom., Plut.; [[ἔρις]] Aesch.);<br /><b class="num">4)</b> кроваво-красный ([[σμῶδιξ]] Hom.; [[ῥέθος]] Soph.; φύλλα ῥόδων Anth.). | |||
}} | }} |