Anonymous

αἱματόεις: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἱμᾰτόεις:''' -όεσσα, -όεν, συνηρ. αἱματοῦς, <i>-οῦσσα</i>, <i>-οῦν</i> 1. = [[αἱματηρός]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που έχει το κόκκινο [[χρώμα]] του αίματος ή αυτός που αποτελείται από [[αίμα]], στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[αιματηρός]], [[φονικός]], [[δολοφονικός]], στο ίδ.
|lsmtext='''αἱμᾰτόεις:''' -όεσσα, -όεν, συνηρ. αἱματοῦς, <i>-οῦσσα</i>, <i>-οῦν</i> 1. = [[αἱματηρός]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που έχει το κόκκινο [[χρώμα]] του αίματος ή αυτός που αποτελείται από [[αίμα]], στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[αιματηρός]], [[φονικός]], [[δολοφονικός]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἱμᾰτόεις:''' όεσσα, όεν, стяж. αἱματοῦς<br /><b class="num">1)</b> кровавый (ψιάδες Hom.; [[χάλαζα]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> окровавленный ([[χείρ]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> кровопролитный ([[πόλεμος]] Hom.; ἤματα Hom., Plut.; [[ἔρις]] Aesch.);<br /><b class="num">4)</b> кроваво-красный ([[σμῶδιξ]] Hom.; [[ῥέθος]] Soph.; φύλλα ῥόδων Anth.).
}}
}}