ἀδιάβλητος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀδιάβλητος:''' -ον ([[διαβάλλω]]), αυτός που δεν ακούει συκοφαντίες, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀδιάβλητος:''' -ον ([[διαβάλλω]]), αυτός που δεν ακούει συκοφαντίες, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀδιάβλητος:''' <b class="num">1)</b> недоступный клевете, безукоризненный, безупречный ([[ἕξις]] Plat.; [[φιλία]] Arst.): οἱ τοῖς βίοις ἀδιάβλητοι Plut. люди безупречной жизни;<br /><b class="num">2)</b> не внемлющий клевете: τὸ [[οὖς]] καθαρὸν φυλάττεσθαι καὶ ἀδιάβλητον Plut. не слушать клеветы (досл. сохранять ухо чистым и недоступным клевете).
}}
}}