3,258,365
edits
mNo edit summary |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀβοήθητος:''' -ον ([[βοηθέω]]), αυτός που δεν έχει [[βοήθεια]], που δεν δέχεται [[βοήθεια]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀβοήθητος:''' -ον ([[βοηθέω]]), αυτός που δεν έχει [[βοήθεια]], που δεν δέχεται [[βοήθεια]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀβοήθητος:''' <b class="num">1)</b> неизлечимый ([[ἕλκος]], πληγαί Polyb.; [[πάθος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> бесполезный, бессильный (τοῦ φαρμάκου [[δύναμις]] Plut.; [[ἐπικουρία]] Diod.);<br /><b class="num">3)</b> беспомощный, покинутый ([[περίφοβος]] καὶ ἀ. Plut.). | |||
}} | }} |