ἀβοήθητος: Difference between revisions

1
mNo edit summary
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀβοήθητος:''' -ον ([[βοηθέω]]), αυτός που δεν έχει [[βοήθεια]], που δεν δέχεται [[βοήθεια]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀβοήθητος:''' -ον ([[βοηθέω]]), αυτός που δεν έχει [[βοήθεια]], που δεν δέχεται [[βοήθεια]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀβοήθητος:''' <b class="num">1)</b> неизлечимый ([[ἕλκος]], πληγαί Polyb.; [[πάθος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> бесполезный, бессильный (τοῦ φαρμάκου [[δύναμις]] Plut.; [[ἐπικουρία]] Diod.);<br /><b class="num">3)</b> беспомощный, покинутый ([[περίφοβος]] καὶ ἀ. Plut.).
}}
}}