ἀδέσποτος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀδέσποτος:''' -ον ([[δεσπότης]]), αυτός που δεν έχει κύριο, σε Πλάτ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἀδέσποτος:''' -ον ([[δεσπότης]]), αυτός που δεν έχει κύριο, σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀδέσποτος:''' <b class="num">1)</b> не имеющий хозяина (οἰκήσεις Arst.);<br /><b class="num">2)</b> никому не подвластный, свободный ([[ἀρετή]] Plat.; θεοί Plut.);<br /><b class="num">3)</b> неизвестно чей, анонимный ([[παράδοσις]], [[λόγος]] Plut.).
}}
}}