ἀδέσποτος
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
English (LSJ)
ἀδέσποτον,
A without master or without owner, ἀρετὴ ἀδέσποτος Pl.R. 617e; τὸ παρ' ἡμᾶς ἀ. Epicur.Ep.3p.65U.: of property, POxy.1188.15 (13 A.D.), cf. Str.17.1.12: of freedmen, Myro Hist.2; οἰκήσεις Arist.EN1161a7, cf. E.Hyps.Fr.1.11; ἀ. καὶ αὐτοκρατεῖς, of the gods, Plu.2.426c; ἀ. βίος Sallust.21.
II of rumours or writings, anonymous, Cic. Fam.15.17.3, D.H.11.50, Plu.Cic.15, etc. Adv. ἀδεσπότως J.Ap.1.16, Sch.Ar.Ra.1400.
III ungovernable, λύπη Democr.290.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no tiene dueño c. gen. ἀδέσποτος μὲνο ἶκος ἀρσένων E.Fr.752d.11
•abstr. οἰκήσεις Arist.EN 1161a7, τόπος Procl.in Ti.1.145.10, en pap. esp. de terrenos ψιλοὶ τόποι ἀδέσποτοι CPR 15.5 (I d.C.), γῆ PCair.Isidor.3.13 (III d.C.)
•τὰ ἀδέσποτα = propiedades sin herederos o dueños que eran confiscadas por el ἰδιόλογος y pasaban a la propiedad del Estado, Str.17.1.12, cf. PCair.Zen.622.4 (III a.C.), BGU 1219.24 (II a.C.), SEG 9.5.64 (Cirene II/I a.C.)
•de pers. libre, que no tiene dueño ἀδέσποτοι καὶ αὐτοκρατεῖς de los dioses, Plu.2.426c
•en Esparta liberto Myro 1
•fig. βίος ἀδέσποτος = vida liberada de la esclavitud Sallust.21.2, ἡμεῖς αἷμα φέροντες ἀδέσποτον Nonn.Par.Eu.Io.8.33, ἀδέσποτον σκάφος nave sin capitán del pueblo ateniense, Plb.6.44.3
•fig. c. nombres abstr. ἀρετὴ ἀ. virtud no impuesta, libre Pl.R.617e, Plot.2.3.9, ὅσῳ καὶ πενία ἀ. πλούτου δουλεύοντος προφέρει en cuanto es mejor una pobreza sin amo que una riqueza con esclavitud D.C.62.3.1
•subst. τὸ ἀδέσποτον = libertad Epicur.Ep.[4] 133, Gr.Nyss.Or.Catech.5.
2 anónimo ἐπιστολή Cic.Fam.15.17.3, Plu.Cic.15, φῆμαι ἀδέσποτοι rumores D.H.11.50.
II ingobernable λύπη Democr.B 290, τὸ ἐρωτικόν Plu.2.758d.
III adv. ἀδεσπότως = de manera anónima μυθολογούμενα I.Ap.1.16, προφέρεσθαι Sch.Ar.Ra.1400D.
German (Pape)
[Seite 33] (δεσπότης), 1) ohne Herrn, δοῦλοι Myro bei Ath. VI, 102 (271 f); οἰκήσεις Arist. Eth. Nic. 8, 10. – 2) von unbekanntem Verfasser, anonym, ἐπιστολή Plut. Cic. 15; φήμη, unverbürgt, Oth. 4, wie rumores bei Cic. Fam. XV, 17.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans maître, libre, indépendant;
2 anonyme.
Étymologie: ἀ, δεσπότης.
Russian (Dvoretsky)
ἀδέσποτος:
1 не имеющий хозяина (οἰκήσεις Arst.);
2 никому не подвластный, свободный (ἀρετή Plat.; θεοί Plut.);
3 неизвестно чей, анонимный (παράδοσις, λόγος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀδέσποτος: -ον, ὁ μὴ ἔχων κύριον, δεσπότην, ἐπὶ περιουσίας, Πλάτ. Πολ. 617Ε: ἐπὶ ἀπελευθέρων, Μύρων παρ’ Ἀθ. 271F, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 10, 6· ἀδ. καὶ αὐτοκρατεῖς, περὶ τῶν θεῶν, Πλούτ. 2. 426C. II. περὶ διαδεδομένης φήμης, ἢ περὶ συγγράμματος ἀνωνύμου, ἢ περὶ οἱουδήποτε πράγματος ἢ κτήματος ἄνευ ἰδιοκτήτου, Διον. Ἁλ. 11. 50, Πλουτ. Κικ. 15. κτλ. ― Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1447.
Greek Monotonic
ἀδέσποτος: -ον (δεσπότης), αυτός που δεν έχει κύριο, σε Πλάτ. κ.λπ.
Middle Liddell
δεσπότης
without master, Plat., etc.
Translations
freedman
Arabic: مَعْتُوق; Belarusian: вольнаадпушчанік, вольнаадпушчаніца; Chinese Mandarin: 自由民; Czech: propuštěnec; Dutch: vrijgelatene; Finnish: vapautettu orja; French: affranchi; German: Freigelassener; Greek: απελεύθερος; Ancient Greek: ἀδέσποτος, ἀπελευθερικός, ἀπελευθεριωτής, ἀπελεύθερος, ἀπόδουλος, ἄτμενος, ἀφέτης, δουλελεύθερος, ἐξαπελεύθερος, ἐξελεύθερος; Icelandic: leysingi, frelsingi; Italian: liberto, affrancato, emancipato; Latin: libertus, libertinus; Macedonian: ослободеник; Polish: wyzwoleniec; Portuguese: liberto; Russian: вольноотпущенник, вольноотпущенница; Serbo-Croatian Cyrillic: ослобођѐнӣк; Roman: oslobođènīk; Slovak: prepustenec; Spanish: liberto; Swahili: huru; Ukrainian: вільновідпущеник, вільновідпущениця