3,274,919
edits
(2) |
(1) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγνοέω:''' Επικ. [[ἀγνοιέω]], γʹ ενικ. υποτ. [[ἀγνοιῇσι]]· παρατ. [[ἠγνόουν]]· μέλ. <i>ἀγνοήσω</i>, αόρ. αʹ [[ἠγνόησα]], Επικ. <i>ἠγνοίησα</i>, επίσης, Επικ. συνηρ. γʹ ενικ. [[ἀγνώσασκε]]· παρακ. <i>ἠγνόηκα</i> — Παθ., μέλ. (του Μέσ. τύπου) <i>ἀγνοήσομαι</i>· αόρ. αʹ <i>ἠγνοήθην</i>, παρακ. <i>ἠγνόημαι</i> (από το * ἄγνοος = [[ἀγνώς]] II)·<br /><b class="num">I.</b> δεν [[κατανοώ]] ή δεν [[γνωρίζω]], <i>ἄνδρ' ἀγνοιήσας</i>, [[επειδή]] δεν τον αναγνώρισε, σε Ομήρ. Οδ.· [[κυρίως]] με [[άρνηση]], <i>οὐκ ἠγνοίησεν</i>, δηλ. αντιλήφθηκε ή γνώρισε [[καλά]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>μηδὲν ἀγνόει</i>, μάθαινε τα πάντα, σε Ευρ.· με αιτ., βρίσκομαι σε [[άγνοια]] σχετικά με [[κάτι]], σε Ηρόδ., Αττ. [[ἀγνοέω]] [[περί]] τινος, σε Πλάτ.· εξαρτημένες, δευτερεύουσες προτάσεις μαζί με μτχ., τίς ἀγνοεῖ τὸν πόλεμον ἥξοντα, σε Δημ.· ή με σύνδεσμο, οὐδεὶς ἀγνοεῖ [[ὅτι]]..., στον ίδ. — Παθ., είμαι [[άγνωστος]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., [[σφάλλω]], κάνω [[λάθος]] από [[άγνοια]], [[πλανώμαι]] κ.λπ.· <i>ἀγνοῶν</i>, εξ αγνοίας, κατά [[λάθος]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ἀγνοέω:''' Επικ. [[ἀγνοιέω]], γʹ ενικ. υποτ. [[ἀγνοιῇσι]]· παρατ. [[ἠγνόουν]]· μέλ. <i>ἀγνοήσω</i>, αόρ. αʹ [[ἠγνόησα]], Επικ. <i>ἠγνοίησα</i>, επίσης, Επικ. συνηρ. γʹ ενικ. [[ἀγνώσασκε]]· παρακ. <i>ἠγνόηκα</i> — Παθ., μέλ. (του Μέσ. τύπου) <i>ἀγνοήσομαι</i>· αόρ. αʹ <i>ἠγνοήθην</i>, παρακ. <i>ἠγνόημαι</i> (από το * ἄγνοος = [[ἀγνώς]] II)·<br /><b class="num">I.</b> δεν [[κατανοώ]] ή δεν [[γνωρίζω]], <i>ἄνδρ' ἀγνοιήσας</i>, [[επειδή]] δεν τον αναγνώρισε, σε Ομήρ. Οδ.· [[κυρίως]] με [[άρνηση]], <i>οὐκ ἠγνοίησεν</i>, δηλ. αντιλήφθηκε ή γνώρισε [[καλά]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>μηδὲν ἀγνόει</i>, μάθαινε τα πάντα, σε Ευρ.· με αιτ., βρίσκομαι σε [[άγνοια]] σχετικά με [[κάτι]], σε Ηρόδ., Αττ. [[ἀγνοέω]] [[περί]] τινος, σε Πλάτ.· εξαρτημένες, δευτερεύουσες προτάσεις μαζί με μτχ., τίς ἀγνοεῖ τὸν πόλεμον ἥξοντα, σε Δημ.· ή με σύνδεσμο, οὐδεὶς ἀγνοεῖ [[ὅτι]]..., στον ίδ. — Παθ., είμαι [[άγνωστος]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., [[σφάλλω]], κάνω [[λάθος]] από [[άγνοια]], [[πλανώμαι]] κ.λπ.· <i>ἀγνοῶν</i>, εξ αγνοίας, κατά [[λάθος]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγνοέω:''' эп. [[ἀγνοιέω]]<br /><b class="num">1)</b> не знать, не быть уверенным, сомневаться, pass. быть неизвестным: ἀ. τινα и τι Her., Soph., Plat., Dem. и περί τινος Plat. быть в неведении относительно кого(чего)-л.; ἀγνοοῦντες, εἰ διαβατέον εἴη τὸ [[νάπος]] … Xen. не зная, удобопроходима ли эта долина …; ἀγνοοῦντες [[ἀλλήλων]] ὅ τι λέγομεν Plat. не понимая друг друга (досл. не зная о чем мы между собой говорим); ἀγνοεῖται ὑπὸ τῶν πολλῶν, ὅπῃ ποτὲ [[ὀρθῶς]] [[ἔχει]] Plat. большинству неизвестно, насколько это верно; ἠγνοῆσθαι ξύμπασιν Plat. быть никому неизвестным; μηδὲν ἀ. Eur. знать все; [[οὐδέ]] μιν Ἣρη ἠγνοίησεν ἰδοῦσ᾽, ὅτι … Hom. от взгляда Геры не ускользнуло также, что …; εὗρεν ἠγνοημένον ὑφ᾽ [[αὑτοῦ]] τι Plut. он обнаружил нечто ему неизвестное; ἠδίκησθε καὶ ἠγνοήκατε Aeschin. по неведению вы поступили несправедливо;<br /><b class="num">2)</b> не узнавать (τινα Hom., Thuc., Plat.): αἴ κέ μ᾽ ἐπιγνοίη ἠέ κεν [[ἀγνοιῇσι]] Hom. (посмотрю), узнает он меня или не узнает;<br /><b class="num">3)</b> впадать в заблуждение, ошибаться: ἀγνοοῦντες [[κακῶς]] ποιοῦσι καὶ πάσχουσιν Xen. по ошибке (досл. не узнав друг друга) они друг другу наносят урон; διορθοῦσθαι τὰ ἀγνοούμενα Dem. исправить промахи. | |||
}} | }} |