ἀθεράπευτος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀθεράπευτος:''' -ον, <b class="num">I.</b> [[αφρόντιστος]], παραμελημένος, λέγεται για ζώα, σε Ξεν.· <i>τὸ ἀθεράπευτον</i>, η [[παραμέληση]] της εξωτερικής εμφάνισης, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν γιατρεύεται, [[ανίατος]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἀθεράπευτος:''' -ον, <b class="num">I.</b> [[αφρόντιστος]], παραμελημένος, λέγεται για ζώα, σε Ξεν.· <i>τὸ ἀθεράπευτον</i>, η [[παραμέληση]] της εξωτερικής εμφάνισης, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν γιατρεύεται, [[ανίατος]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀθεράπευτος:''' <b class="num">1)</b> оставленный без ухода, заброшенный ([[σῶμα]] Plut.): οὐδὲν [[ἀθεράπευτον]] [[ἐᾶν]] Xen. заботиться обо всем, вникать во все;<br /><b class="num">2)</b> неряшливо одетый Plut.;<br /><b class="num">3)</b> неизлечимый (sc. [[πόνος]] Luc.).
}}
}}