αἰτιολογικός: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰτιολογικός:''' -ή, -όν, αυτός που διερευνά τα αίτια· τὸαἰτιολογικόν, [[διερεύνηση]] αιτίων, σε Στράβ.
|lsmtext='''αἰτιολογικός:''' -ή, -όν, αυτός που διερευνά τα αίτια· τὸαἰτιολογικόν, [[διερεύνηση]] αιτίων, σε Στράβ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰτιολογικός:''' <b class="num">1)</b> исследующий причины Diog. L.;<br /><b class="num">2)</b> грам. причинный, винословный (σύνδεσμοι).
}}
}}