Anonymous

αἰτιολογικός: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[αἰτιολογικός]], -ή, -όν [[αἰτιολογῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που δηλώνει την [[αιτία]], που δικαιολογεί [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (ως γραμμ. και συντακτ. όρος) αυτός που εισάγει ή εκφράζει [[αιτία]], όπως ορισμένοι σύνδεσμοι, προτάσεις κ.λπ.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> (νομ. όρ.) <i>το αιτιολογικό</i><br />το δικαιολογητικό αποφάσεως ή [[αναγραφή]] [[μέσα]] στο σκεπτικό μιας αποφάσεως τών στοιχείων [[πάνω]] στα οποία στηρίχθηκε το δικαστήριο για να βγάλει την [[κρίση]] του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αιτιολογεί το [[καθετί]] ερευνώντας τις αιτίες, τα αίτια που το δημιουργούν<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το αιτιολογητικόν</i><br />[[έρευνα]], [[διερεύνηση]] των αιτίων, δικαιολογητικό.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[αἰτιολογικός]], -ή, -όν [[αἰτιολογῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που δηλώνει την [[αιτία]], που δικαιολογεί [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (ως γραμμ. και συντακτ. όρος) αυτός που εισάγει ή εκφράζει [[αιτία]], όπως ορισμένοι σύνδεσμοι, προτάσεις κ.λπ.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> (νομ. όρ.) <i>το αιτιολογικό</i><br />το δικαιολογητικό αποφάσεως ή [[αναγραφή]] [[μέσα]] στο σκεπτικό μιας αποφάσεως τών στοιχείων [[πάνω]] στα οποία στηρίχθηκε το δικαστήριο για να βγάλει την [[κρίση]] του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αιτιολογεί το [[καθετί]] ερευνώντας τις αιτίες, τα αίτια που το δημιουργούν<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το αιτιολογητικόν</i><br />[[έρευνα]], [[διερεύνηση]] των αιτίων, δικαιολογητικό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''αἰτιολογικός:''' -ή, -όν, αυτός που διερευνά τα αίτια· τὸαἰτιολογικόν, [[διερεύνηση]] αιτίων, σε Στράβ.
}}
}}