ἀΐδηλος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀΐδηλος:''' [ῐ], Δωρ. -ᾱλος, <i>-ον</i> (*[[εἴδω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κάνει [[κάτι]] αόρατο, [[καταστρεπτικός]], [[καταστροφικός]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίρρ. <i>-λως = ὀλεθρίως</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[αόρατος]], [[άγνωστος]], [[σκοτεινός]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''ἀΐδηλος:''' [ῐ], Δωρ. -ᾱλος, <i>-ον</i> (*[[εἴδω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κάνει [[κάτι]] αόρατο, [[καταστρεπτικός]], [[καταστροφικός]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίρρ. <i>-λως = ὀλεθρίως</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[αόρατος]], [[άγνωστος]], [[σκοτεινός]], σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀΐδηλος:''' дор. [[ἀΐδαλος|ἀΐδᾱλος]] 2 (ῐ)<br /><b class="num">1)</b> делающий невидимым, т. е. губительный ([[πῦρ]], [[Ἄρης]], [[ἀνήρ]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> невидимый, неведомый, таинственный ([[ἱερά]] Hes.);<br /><b class="num">3)</b> мрачный ([[Ἃιδης]] Soph.).
}}
}}