ἀΐδηλος
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
English (LSJ)
[ῐ], Dor. ἀΐδᾱλος, ον, (ἀ- priv., ϝιδεῖν, ἰδεῖν)
A making unseen, annihilating, destructive: in Hom., as epithet of Ares and Athena, Il.5.897,880; πῦρ ἀΐδηλον 2.455, al., Emp.109; ἠελίοιο ἔργ' ἀΐδηλα Parm.10.3; ἀΐδαλος τύχα Epigr.Gr.240.5 (Smyrna); ἄτη Opp.H.2.487; πότμος ib.1.150. Adv. ἀϊδήλως = ὀλεθρίως, Il.21.220.
II Pass., unseen, unknown, obscure, v.l. in Il.2.318, cf. Hes.Op.756, A.R.1.102, al.; unforeseen, ib.298; formless, 4.681; unsubstantial, φρίκη Nic. Th.727; as epithet of Hades, dark, gloomy, S.Aj.608 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui rend invisible, qui fait disparaître, destructeur;
2 sombre, obscur.
Étymologie: ἀ, ἰδεῖν.
German (Pape)
(α priv. und *ἰδηλός, von ἰδεῖν), unsichtbar machend, vernichtend, verderblich, Hom. πῦρ ἀΐδηλον Il. 2.455, 9.436, 11.155, ἀΐδηλον Ἄρηα Od. 8.309, ebenso Il. 5.897 γένευ ὧδ' ἀΐδηλος vom Ares, welcher seinerseits 5.880 Athene des Zeus παῖδ' ἀΐδηλον nennt; ἀνδρῶν μνηστήρων ἐσορᾶν (ἐσορῶσ') ἀΐδηλον ὅμιλον Od. 16.29, 23.303, ἀΐδηλος ἀνήρ vom Melanthios Od. 22.165; Advb. Il. 21.220 σὺ δὲ κτείνεις ἀϊδήλως; Il. 5.757 v.l. τάδε ἔργ' ἀΐδηλα für τάδε καρτερὰ ἔργα, welchesLetztere Didymus dem Aristarch zuschreibt, vgl. 872 und daselbst Scholl.; vielleicht ist auch Il. 2.318 für τὸν μὲν ἀρίζηλον zu lesen τὸν μὲν ἀΐδηλον θῆκεν θεός, ὅς περ ἔφηνεν, in passivem Sinne, unsichtbar, vgl. Buttmann Lexil. 1.247 ff. So Hes. O. 756 μηδ' ἱεροῖσιν ἐπ' αἰθομένοισι κυρήσας, μωμεύειν ἀΐδηλα, tadle nicht dir unbekannte Opferbräuche; frgm. der Eöen Scholl. Pind. P. 3.14 ἔφρασεν ἔργ' ἀΐδηλα, heimliche Dinge; Soph. Aj. 608 τὸν ἀπότροπον ἀΐδηλον ἅδαν; Apoll.Rh. mehrmals = unsichtbar; ἀΐδαλος τύχα Ep.adesp. 692 (APP 200), wohl = verderblich. Vgl. noch Apoll. Lex.Hom. 16.28 Friedlaender Ariston. 66.
Russian (Dvoretsky)
ἀΐδηλος: дор. ἀΐδᾱλος 2 (ῐ)
1 делающий невидимым, т. е. губительный (πῦρ, Ἄρης, ἀνήρ Hom.);
2 невидимый, неведомый, таинственный (ἱερά Hes.);
3 мрачный (Ἃιδης Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀΐδηλος: [ῐ], Δωρ. ἀΐδᾱλος, ον, (α στερητ. Fιδεῖν) = ὁ καθιστῶν τι ἀόρατον, ὁ ἐξαφανίζων, καταστρέφων· (πρβλ. ἀφανίζω): οὕτω πάντοτε παρ’ Ὁμ., ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἄρεως, τῆς Ἀθηνᾶς, κτλ. Ἰλ. Ε. 897· ἀλλὰ πρὸ πάντων ἐπὶ τοῦ πυρός· Β. 455 κτλ.: - μεταγεν. τύχα, Συλλ. Ἐπιγρ. 3328. 5· Ὀππ. Ἁλ. 2. 487· πότμος, αὐτόθι 1. 150· ἀΐδαλος τύχα, Ἀνθ. Π. (παράρτ.) 200. - Ἐπίρρ. -λως, = ὀλεθρίως, Ἰλ. Φ. 220. ΙΙ. παθ. ἀόρατος, ἄγνωστος, σκοτεινός, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 754. Παρμενίδ. 135· - ὡς ἐπίθ. τοῦ ᾍδου εἴτε ἐν τῇ Ὁμηρ. σημασ., εἴτε = σκοτεινός, ἀμαυρός, Σοφ. Αἴ. 608 (λυρ.) - Λέξις ποιητ. περὶ ἧς ἴδε Βουττμ. Λεξιλ. ἐν λέξ. - πρβλ. ἀΐζηλος.
Greek Monotonic
ἀΐδηλος: [ῐ], Δωρ. -ᾱλος, -ον (*εἴδω),
I. αυτός που κάνει κάτι αόρατο, καταστρεπτικός, καταστροφικός, σε Ομήρ. Ιλ.· επίρρ. -λως = ὀλεθρίως, στο ίδ.
II. Παθ., αόρατος, άγνωστος, σκοτεινός, σε Ησίοδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: Not quite clear; hated; annihilating, destructive; unseen (Il.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: It is difficult to decide what is the primary meaning, but it is rather clear that it is α privativum with ἰδεῖν. Ivanov UCLA Indo-eur. Studies 1, 1999, 283-292 compares Russ. nevidal and assumes invisible > strange, dangerous.
Frisk Etymology German
ἀΐδηλος: -ον
{aḯdēlos}
Meaning: verhaßt, verderblich, auch (vorw. spät) unsichtbar, dunkel (ep. poet. seit Ilias).
Etymology: Zusammenbildung aus α privativum und ἰδεῖν mit ηλο-Suffix, also eig. nicht anzusehen. Unrichtig Bechtel Lex. und Frisk Adj. priv. 7 (nach Buttmann) *unsichtbar machend aus denominativem *ἀϝιδέω. Wieder anders Risch 101 und Thieme Studien 50 A. 3.
Page 1,33
Translations
formless
Bulgarian: безформен; Catalan: sense forma; Dutch: vormloos; French: sans forme, informe; Greek: άμορφος; Ancient Greek: ἀειδής, ἀΐδηλος, ἄμορφος, ἀνείδεος, ἄσαμος, ἄσημος, ἀσχημάτιστος; Ido: senforma; Latin: informis; Lithuanian: beformis; Polish: bezkształtny, bezpostaciowy; Spanish: sin forma; Swedish: formlös