ἀκρόλοφος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκρόλοφος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έχει υψηλή [[κορυφογραμμή]], [[βουνοκορφή]], ο με [[κορυφή]], [[μυτερός]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ. [[βουνοκορφή]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀκρόλοφος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έχει υψηλή [[κορυφογραμμή]], [[βουνοκορφή]], ο με [[κορυφή]], [[μυτερός]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ. [[βουνοκορφή]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκρόλοφος:''' <b class="num">II</b> ὁ вершина холма Plut.<br />с высокой вершиной (πέτραι Anth.).
}}
}}