ἀλεύω: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλεύω:''' [[απομακρύνω]], [[απωθώ]], [[κρατώ]] [[μακριά]]· προστ. αορ. αʹ <i>ἄλευσον ὕβριν</i>, σε Αισχύλ.· <i>κακὸν ἀλεύσατε</i>, στον ίδ.· απόλ. σε ενεστ. [[ἄλευ]], αντί <i>ἄλευε</i>, απόφευγε, αποστρέψου το [[κακό]], στον ίδ. — Μέσ. <i>ἀλεύομαι</i>, βλ. [[ἀλέομαι]].
|lsmtext='''ἀλεύω:''' [[απομακρύνω]], [[απωθώ]], [[κρατώ]] [[μακριά]]· προστ. αορ. αʹ <i>ἄλευσον ὕβριν</i>, σε Αισχύλ.· <i>κακὸν ἀλεύσατε</i>, στον ίδ.· απόλ. σε ενεστ. [[ἄλευ]], αντί <i>ἄλευε</i>, απόφευγε, αποστρέψου το [[κακό]], στον ίδ. — Μέσ. <i>ἀλεύομαι</i>, βλ. [[ἀλέομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλεύω:''' (ᾰ) тж. med. отражать, отбивать, отвращать ([[ἔγχος]], κῆρα μέλαιναν Hom.): Σειρήνων φθόγγον [[ἀλεύασθαι]] Hom. уберечься от голоса Сирен; [[ὄφρα]] καὶ [[ἄλλος]] [[ἀλεύεται]] ἠπεροπεύειν Hom. чтобы и другому неповадно было обманывать.
}}
}}