ἀμέτοχος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμέτοχος:''' -ον ([[μετέχω]]), αυτός που δεν έχει [[μερίδιο]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀμέτοχος:''' -ον ([[μετέχω]]), αυτός που δεν έχει [[μερίδιο]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμέτοχος:''' не принимающий участия, непричастный, чуждый (τινος Thuc., Plut., Sext.).
}}
}}