Anonymous

ἀμέτοχος: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμέτοχος]], -ον) [[μετέχω]]<br />αυτός που δεν μετέχει, δεν παίρνει ή δεν πήρε [[μέρος]] σε [[κάτι]], [[ξένος]], [[άσχετος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμέτοχος]], -ον) [[μετέχω]]<br />αυτός που δεν μετέχει, δεν παίρνει ή δεν πήρε [[μέρος]] σε [[κάτι]], [[ξένος]], [[άσχετος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμέτοχος:''' -ον ([[μετέχω]]), αυτός που δεν έχει [[μερίδιο]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Θουκ.
}}
}}