ἀλύμαντος: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλύμαντος]] -ον (AM) [[λυμαίνομαι]]<br />αυτός που δεν έπαθε ή δεν μπορεί να πάθει [[βλάβη]], [[αβλαβής]], [[αναλλοίωτος]], [[ανέπαφος]].
|mltxt=[[ἀλύμαντος]] -ον (AM) [[λυμαίνομαι]]<br />αυτός που δεν έπαθε ή δεν μπορεί να πάθει [[βλάβη]], [[αβλαβής]], [[αναλλοίωτος]], [[ανέπαφος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλύμαντος:''' (ῡ) неповрежденный, невредимый: γήρᾳ ἀ. Plut. не стареющий.
}}
}}