ἀμυδρός: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμυδρός:''' -ά, -όν, όπως το [[ἀμαυρός]], [[αχνός]], [[ανεπαίσθητος]], [[ασαφής]], [[σκοτεινός]]·<br /><b class="num">1.</b> <i>ἀμ. γράμματα</i>, δυσανάγνωστα, δυσδιάκριτα γράμματα, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἀμ. πρὸς ἀλήθειαν</i>, [[πολύ]] [[λίγος]] σε [[σύγκριση]] με την [[αλήθεια]], στον ίδ.· ἀμ.[[ἐλπίς]], σε Πλούτ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''ἀμυδρός:''' -ά, -όν, όπως το [[ἀμαυρός]], [[αχνός]], [[ανεπαίσθητος]], [[ασαφής]], [[σκοτεινός]]·<br /><b class="num">1.</b> <i>ἀμ. γράμματα</i>, δυσανάγνωστα, δυσδιάκριτα γράμματα, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἀμ. πρὸς ἀλήθειαν</i>, [[πολύ]] [[λίγος]] σε [[σύγκριση]] με την [[αλήθεια]], στον ίδ.· ἀμ.[[ἐλπίς]], σε Πλούτ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμυδρός:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> неясный, смутный, слабый ([[φέγγος]] Arst.; [[χρῶμα]] Arst., Luc.; [[φῶς]] Luc.; εἴδωλα Anth.; [[ἐλπίς]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> неотчетливый, неразборчивый (γράμματα Thuc., Dem., Plut.);<br /><b class="num">3)</b> слабый, несовершенный (ὄργανα Plat.).
}}
}}