ἀμέλει: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμέλει:''' προστ. του [[ἀμελέω]],<br /><b class="num">I.</b>μη σε [[μέλει]], δεν πειράζει, σε Αριστοφ., Ξεν.· αόρ. αʹ <i>ἀμέλησαν</i>, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίρρ., [[φυσικά]], βέβαια, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἀμέλει:''' προστ. του [[ἀμελέω]],<br /><b class="num">I.</b>μη σε [[μέλει]], δεν πειράζει, σε Αριστοφ., Ξεν.· αόρ. αʹ <i>ἀμέλησαν</i>, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίρρ., [[φυσικά]], βέβαια, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμέλει:''' [imper. к [[ἀμελέω]] не беспокойся, не волнуйся, т. е. непременно, безусловно, ну конечно, а как же: ἀ., [[καλῶς]] Arph. не беспокойся, (все будет) отлично; ἢ [[ποῖ]] ἂν [[ἄλλοσε]] …; - Ἀ., είς τὸ τοιοῦτον Plat. разве в какое-л. другое место …? - Да нет же, именно в это; ἀ. καὶ [[ταῦτα]] ἔοικε μηχανήμασί τινος Xen. безусловно, это похоже на чьи-то преднамеренные действия.
}}
}}