Anonymous

ἀμέλει: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμέλει]] (προστ. του ἀμελῶ) (AM)<br /><b>μσν.</b><br />(ως επίρρ. για να δηλώσει [[έμφαση]]) πραγματικά, στην [[πραγματικότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μη σέ [[μέλει]], μη σέ [[νοιάζει]], να είσαι [[ήσυχος]] (ειδικά στην [[αρχή]] απαντήσεως)<br /><b>2.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) ([[συχνά]] και ειρωνικά) αναμφίβολα, βέβαια, [[φυσικά]], [[οπωσδήποτε]], [[πράγματι]].
|mltxt=[[ἀμέλει]] (προστ. του ἀμελῶ) (AM)<br /><b>μσν.</b><br />(ως επίρρ. για να δηλώσει [[έμφαση]]) πραγματικά, στην [[πραγματικότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μη σέ [[μέλει]], μη σέ [[νοιάζει]], να είσαι [[ήσυχος]] (ειδικά στην [[αρχή]] απαντήσεως)<br /><b>2.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) ([[συχνά]] και ειρωνικά) αναμφίβολα, βέβαια, [[φυσικά]], [[οπωσδήποτε]], [[πράγματι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμέλει:''' προστ. του [[ἀμελέω]],<br /><b class="num">I.</b>μη σε [[μέλει]], δεν πειράζει, σε Αριστοφ., Ξεν.· αόρ. αʹ <i>ἀμέλησαν</i>, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίρρ., [[φυσικά]], βέβαια, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
}}
}}