ἀμύητος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμύητος:''' -ον ([[μυέω]]),<br /><b class="num">I.</b> μη μυημένος, [[ανόσιος]], [[βέβηλος]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> στον Γοργ. του Πλάτ. όπως αν προερχόταν από το [[μύω]] = οὐ δυνάμενος μύειν, ο [[αδύνατος]] να συγκρατήσει, αυτός που παρουσιάζει [[διαρροή]], που στάζει.
|lsmtext='''ἀμύητος:''' -ον ([[μυέω]]),<br /><b class="num">I.</b> μη μυημένος, [[ανόσιος]], [[βέβηλος]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> στον Γοργ. του Πλάτ. όπως αν προερχόταν από το [[μύω]] = οὐ δυνάμενος μύειν, ο [[αδύνατος]] να συγκρατήσει, αυτός που παρουσιάζει [[διαρροή]], που στάζει.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμύητος:''' [[μυέω]] непосвященный (в религиозные таинства) Lys., Arph., Plat., Plut., Anth.<br />[[μύω]] плохо закрытый, дырявый, имеющий течь (ὡς [[πίθος]] τετρημένος Plat.).
}}
}}