ἀμφίθυρος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφίθῠρος:''' -ον ([[θύρα]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει [[διπλή]] είσοδο, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., <i>ἀμφίθυρον</i>, <i>τό</i>, [[διάδρομος]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἀμφίθῠρος:''' -ον ([[θύρα]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει [[διπλή]] είσοδο, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., <i>ἀμφίθυρον</i>, <i>τό</i>, [[διάδρομος]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφίθῠρος:''' имеющий двери (выходы или входы) с обеих сторон, проходной ([[οἶκος]] Soph., Plut.; [[οἰκία]] Lys., Plut.).
}}
}}