ἀμφίθυρος

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίθῠρος Medium diacritics: ἀμφίθυρος Low diacritics: αμφίθυρος Capitals: ΑΜΦΙΘΥΡΟΣ
Transliteration A: amphíthyros Transliteration B: amphithyros Transliteration C: amfithyros Beta Code: a)mfi/quros

English (LSJ)

ἀμφίθυρον,
A with a door on both sides, with double entrance, οἶκος S.Ph.159; οἰκία Lys.12.15; Boeot. ἀμφιθίουρος, ὁ, as substantive, IG7.2876 (Coronea).
II Subst. ἀμφίθυρον, τό, hall, Theoc.14.42.

Spanish (DGE)

(ἀμφίθῠρος) -ον
• Alolema(s): beoc. ἀμφίθιουρος IG 7.2876 (Coronea); tarent. ἀμπίθυρον Hsch.
I de dos puertas οἶκος S.Ph.159, Plu.Num.26, οἰκία Lys.12.15, Plu.2.835f, νεώς Luc.Am.13, σταθμοί Nonn.D.3.135.
II subst.
1 ὁ ἀ. puerta trasera op. τὸ πρόθιουρον IG l.c., Poll.1.76.
2 τὸ ἀ. vestíbulo o entrada Theoc.14.42.
3 τὸ ἀ. cortina, cortinón en la entrada de una casa, Chrys.M.58.750, del velo del Templo de Jerusalén, Chrys.M.61.539.

German (Pape)

[Seite 139] von beiden Seiten eine Thür, einen Eingang habend, οἶκος Soph. Phil. 159; Theocr. 14, 42; Lyc. 12, 15; Plut. Lyc. et Num. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a une porte ou une entrée de deux côtés ; τὸ ἀμφίθυρον salle à deux portes.
Étymologie: ἀμφί, θύρα.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίθῠρος: имеющий двери (выходы или входы) с обеих сторон, проходной (οἶκος Soph., Plut.; οἰκία Lys., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίθῠρος: -ον, ὁ ἔχων διπλῆν εἴσοδον, «οἰκία ἔχουσα ἀμφοτέρωθεν θύρας», Ἡσύχ.· οἶκος Σοφ. Φ. 159· οἰκία Λυσ. 121. 23. ΙΙ. ὡς οὐσ., ἀμφίθυρον, τό, πρόδομος, Θεόκρ. 14. 42. Ἐν τῇ ἐκκλ. παραπέτασμα πρὸ τῆς θύρας τοῦ ναοῦ, Ἱωάν. Χρυσ. VII. 796Β:-ἰδίως δὲ παραπέτασμα κρεμάμενον ἐν τῇ θύρᾳ τοῦ ἱεροῦ, = βηλόθυρον, βημόθυρον, Χρυσ. Χ. 581Β, XI. 23D, Εὐάγρ. 2877Α κτλ.

Greek Monolingual

ἀμφίθυρος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που έχει θύρα ή είσοδο και στις δύο πλευρές
2. (το ουδ. ως ουσ. στα Εκκλ.) τὸ ἀμφίθυρον
α) προθάλαμος, πρόδομος
β) (Εκκλ.) το παραπέτασμα που βρίσκεται μπροστά από τη θύρα του ναού και ειδικά μπροστά από το Άγιο Βήμα (αλλ. βήλον ή βημόθυρον).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + θύρα.

Greek Monotonic

ἀμφίθῠρος: -ον (θύρα),
I. αυτός που έχει διπλή είσοδο, σε Σοφ.
II. ως ουσ., ἀμφίθυρον, τό, διάδρομος, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

θύρα
I. with double entrance, Soph.
II. as substantive, ἀμφίθυρον, τό, a hall, Theocr.

English (Woodhouse)

having two doors

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)