3,265,117
edits
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμφιτρής:''' -ῆτος, ὁ, ἡ ([[τετραίνω]]), τρυπημένος, [[διάτρητος]] από [[άκρη]] σε [[άκρη]], [[ἀμφιτρής]] (ενν. [[πέτρα]]), δηλ. [[σπηλιά]] με [[διπλή]] είσοδο, σε Ευρ.· με ουδ. ουσ., ἀμφιτρὴς [[αὔλιον]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ἀμφιτρής:''' -ῆτος, ὁ, ἡ ([[τετραίνω]]), τρυπημένος, [[διάτρητος]] από [[άκρη]] σε [[άκρη]], [[ἀμφιτρής]] (ενν. [[πέτρα]]), δηλ. [[σπηλιά]] με [[διπλή]] είσοδο, σε Ευρ.· με ουδ. ουσ., ἀμφιτρὴς [[αὔλιον]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμφιτρής:''' ῆτος adj. пробуравленный насквозь, имеющий два выхода, сквозной ([[αὔλιον]] Soph.; sc. [[πέτρα]] Eur.). | |||
}} | }} |