Anonymous

ἀμφιτρής: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφιτρής:''' -ῆτος, ὁ, ἡ ([[τετραίνω]]), τρυπημένος, [[διάτρητος]] από [[άκρη]] σε [[άκρη]], [[ἀμφιτρής]] (ενν. [[πέτρα]]), δηλ. [[σπηλιά]] με [[διπλή]] είσοδο, σε Ευρ.· με ουδ. ουσ., ἀμφιτρὴς [[αὔλιον]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀμφιτρής:''' -ῆτος, ὁ, ἡ ([[τετραίνω]]), τρυπημένος, [[διάτρητος]] από [[άκρη]] σε [[άκρη]], [[ἀμφιτρής]] (ενν. [[πέτρα]]), δηλ. [[σπηλιά]] με [[διπλή]] είσοδο, σε Ευρ.· με ουδ. ουσ., ἀμφιτρὴς [[αὔλιον]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφιτρής:''' ῆτος adj. пробуравленный насквозь, имеющий два выхода, сквозной ([[αὔλιον]] Soph.; sc. [[πέτρα]] Eur.).
}}
}}