ἀναπνευστικός: Difference between revisions

1
(4)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀναπνευστικός]], -ή, -όν)<br />ο [[σχετικός]] με την [[αναπνοή]] ή ο [[κατάλληλος]] γι' αυτήν.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀναπνευστικός]], -ή, -όν)<br />ο [[σχετικός]] με την [[αναπνοή]] ή ο [[κατάλληλος]] γι' αυτήν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναπνευστικός:''' <b class="num">1)</b> дыхательный ([[τόπος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> дышащий (sc. [[ζῷον]] Arst.).
}}
}}