ἀναπνευστικός

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπνευστικός Medium diacritics: ἀναπνευστικός Low diacritics: αναπνευστικός Capitals: ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anapneustikós Transliteration B: anapneustikos Transliteration C: anapnefstikos Beta Code: a)napneustiko/s

English (LSJ)

ἀναπνευστική, ἀναπνευστικόν, of or for respiration, ὁ ἀ. τόπος the respiratory region, Id.Sens. 445a27, Thphr. Sud.38; τὰ μὴ ἀ. [ζῷα] Arist.Spir.482a8; ἀ. δύναμις the power of breathing, M.Ant.6.15; τὰ ἀναπνευστικά = respiratory organs, Alex.Aphr.Pr.1.119.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1respiratorio τόπος Arist.Sens.445a27, δύναμις M.Ant.6.15.
2 que respira τὰ μὴ ἀ. (ζῷα) Arist.Spir.482a8.
II subst. órganos de la respiración τὰ ἀναπνευστικά Alex.Aphr.Pr.1.119.

German (Pape)

[Seite 203] zum Athemholen gehörig, δύναμις, das Vermögen zu athmen, M. Anton. 6, 15; τὰ ἀν., die Athmungsorgane, Medic.; übertr., erquickend.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπνευστικός:
1 дыхательный (τόπος Arst.);
2 дышащий (sc. ζῷον Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπνευστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος πρὸς ἀναπνοήν, ὁ ἀν. τόπος, οἱ πνεύμονες, Ἀριστ. Περὶ Αἰσθ. 5. 31, Θεοφρ. περὶ Ἱδρώτ. 38· τὰ μὴ ἀν. [ζῷα] Ἀριστ. περὶ Πνευμ. 2. 9· ἀν. δύναμις, ἡ δύναμις τοῦ ἀναπνεῖν, Μ. Ἀντ. 6. 15.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀναπνευστικός, -ή, -όν)
ο σχετικός με την αναπνοή ή ο κατάλληλος γι' αυτήν.