ἀναρτάω: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναρτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> — Παθ. παρακ. [[ἀνήρτημαι]]· [[κρεμώ]] σε ή πάνω, [[συνδέω]], [[εξαρτώ]], <i>ἐς θεοὺς ἀν. τι</i>, το [[αφήνω]] να εξαρτάται απ' αυτούς, σε Ευρ.· <i>ἀν. ἑαυτὸν εἰς δῆμον</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., κρέμωμαι, εξαρτώμαι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., βασίζομαι ή εξαρτώμαι πάνω σε, <i>ἔκ τινος</i>, στον ίδ., Δημ.· <i>ἀνηρτῆσθαι εἰς..</i>., αναφέρομαι ή έχω [[αναφορά]] σε..., σε Πλάτ.· ἀνηρτημένοι ταῖςὄψεσιν [[πρός]] τινα, έχοντας «κρεμάσει» τα μάτια τους πάνω σε κάποιον, σε Πλούτ.<br /><b class="num">III.</b> Μέσ., κάνω κάποιον να προσκολληθεί, να εξαρτάται, από <i>τινά</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀναρτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> — Παθ. παρακ. [[ἀνήρτημαι]]· [[κρεμώ]] σε ή πάνω, [[συνδέω]], [[εξαρτώ]], <i>ἐς θεοὺς ἀν. τι</i>, το [[αφήνω]] να εξαρτάται απ' αυτούς, σε Ευρ.· <i>ἀν. ἑαυτὸν εἰς δῆμον</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., κρέμωμαι, εξαρτώμαι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., βασίζομαι ή εξαρτώμαι πάνω σε, <i>ἔκ τινος</i>, στον ίδ., Δημ.· <i>ἀνηρτῆσθαι εἰς..</i>., αναφέρομαι ή έχω [[αναφορά]] σε..., σε Πλάτ.· ἀνηρτημένοι ταῖςὄψεσιν [[πρός]] τινα, έχοντας «κρεμάσει» τα μάτια τους πάνω σε κάποιον, σε Πλούτ.<br /><b class="num">III.</b> Μέσ., κάνω κάποιον να προσκολληθεί, να εξαρτάται, από <i>τινά</i>, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναρτάω:''' <b class="num">1)</b> подвешивать, вешать Plat.: ἑαυτόν и βρόχῳ τὸ [[ζῆν]] ἀναρτῆσαι Plut. повеситься; pass. висеть, свешиваться Arst.;<br /><b class="num">2)</b> перен. связывать; приковывать: ἀνηρτημένος (ταῖς ὄψεσι) πρός или εἴς τινα Plut. пристально глядящий на кого-л.; [[ὅλος]] ἀνήρτητο ταῖς φροντίσιν Plut. он был целиком поглощен своими мыслями;<br /><b class="num">3)</b> ставить в зависимость, pass. зависеть: πάντα εἰς ἑαυτὸν ἀνήρτηται Plat. все зависит от него самого; ἐς θεοὺς χρὴ ταῦτ᾽ ἀναρτήσαντ᾽ ἔχειν Eur. нужно предоставить это воле богов; ταῖς ἐπιθυμίαις ἀναρτᾶσθαι Plut. быть рабом своих страстей; med. подчинять себе (τὰ φῦλα Xen.) или склонять на свою сторону (τινα Xen.);<br /><b class="num">4)</b> задаваться целью, намереваться, быть готовым (ποιέειν τι Her.).
}}
}}