ἀναρτάω

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναρτάω Medium diacritics: ἀναρτάω Low diacritics: αναρτάω Capitals: ΑΝΑΡΤΑΩ
Transliteration A: anartáō Transliteration B: anartaō Transliteration C: anartao Beta Code: a)narta/w

English (LSJ)

A hang to or hang upon, ὀνάρταις (Aeol. pres. part.) χέρρας ὐμ ἐμμάτων Alc.Supp.4.21; λαιμὸν ἀ. μελάθρῳ A.R.3.789; hang up, ἑαυτόν Plu.2.841a; τὸ ζῆν ib.314b:—but mostly,
2 metaph., attach to, make dependent upon, δήμῳ.. μήτε πᾶν ἀναρτήσῃς κράτος E. Fr.626.1; ἀ. ἑαυτὸν εἰς δῆμον D.Ep.3.23; ἐς θεοὺς ἀ. τι leave it depending upon them, E.Ph.705; Rhet., ἀ. τι τῇ ὑποστάσει Aristid.Rh.1p.480S.
3 keep in suspense, Alciphr.1.22; uplift, ταῖς ὑποσχέσεσι Lib.Decl.33.26.
4 suspend, i.e. withhold, c. dat., τὸ σιτηρέσιόν τινι Just.Nov.88.2.1.
II Pass., to be hung up, παραδείγματα ἀνηρτημένους as examples, Pl.Grg. 525c.
2 depend upon, ἔκ τινος Id.Ion533e: metaph., ἐλπίσιν ἐξ ἐλπίδων ἀναρτωμένους clinging to one hope after another, D.19.18; ἀνηρτῆσθαι εἰς.. to be referred or referable to... τὰ ἁμαρτήματα.. εἰς θεὸν ἀνηρτημένα τιμωρόν Pl.Lg.729e; τὰ ἄλλα πάντα εἰς τὴν ψυχὴν ἀ. Id.Men.88e; ὅτῳ ἀνδρὶ εἰς ἑαυτὸν ἀνήρτηται πάντα Id.Mx.247e; ἀνηρτημένοι ταῖς ὄψεσιν πρός τινα hanging on one with their eyes, Plu.Oth.3; ταῖς ἐπιθυμίαις εἴς τι Id.2.989d; ἀνηρτημένοι ταῖς ψυχαῖς in suspense, D.S.33.5.
III Med., also with pf. Pass., = Act., D.H.11.46: hence, attach to oneself, make dependent upon one, τινά X.Cyr.1.4.1; subdue, ib.1.1.5.

Spanish (DGE)

• Morfología: [lesb. part. pres. ὀνάρταις Alc.58.21]
I 1suspender, colgar, pender ὀνάρταις χέρρ' echando la mano Alc.l.c., λαιμὸν ... μελάθρῳ A.R.3.789
en pas. ἀνήρτηται ... τὸ ἄκρον ᾗ συνάπτει τὰ βράγχια de los órganos de ciertos animales, Arist.HA 507a5, παραδείγματα ἀνηρτημένους ἐκεῖ ἐν ᾍδου colgados como ejemplo allí en el Hades Pl.Grg.525c.
2 ahorcar ἑαυτόν Plu.2.841a, ἑαυτήν Parth.14.4, ἀπό τινος δένδρου ἀνήρτησεν ἑαυτήν Parth.28.2, βρόχῳ τὸ ζῆν ahorcarse Plu.2.314b
en v. med. mism. sent. ἀναρτησάμενος ἑαυτὸν βρόχῳ D.H.11.46.
3 fig. hacer depender de, hacer pender c. dat. o εἰς + ac. δήμῳ δὲ μήτε πᾶν ἀναρτήσῃς κράτος E.Fr.626.1, τοῖς εἰς τὸν δῆμον ἀναρτήσασιν ἑαυτούς D.Ep.3.23
ret. τὸ δὲ τῇ ὑποστάσει ἀναρτῆσαι ... ἀκόλουθον ἔσχε τὸ ἐπαγαγεῖν ... el hacer depender de la hipóstasis (figura ret. de ampliación de una idea) produce como consecuencia el inducir ... Aristid.Rh.1.480
en v. med.-pas. referirse a, depender de πάντα εἰς τὴν ψυχὴν ἀναρτῆσθαι Pl.Men.88e, τὰ ... ἁμαρτήματα ... εἰς θεὸν ἀνηρτημένα τιμωρόν las faltas ... en estrecha dependencia con un dios vengador Pl.Lg.729e, cf. Mx.247e
someter ἀνηρτήσατο ... φῦλα X.Cyr.1.1.5.
4 fig. mantener suspenso τὴν ἐμὴν ἀναρτῶντες ἐπιθυμίαν Alciphr.3.39.2, ἀναρτήσας με ταῖς ὑποσχέσεσι Lib.Decl.33.26
en part. perf. pas. prendido, suspenso πρὸς αὑτὸν ἀνηρτημένους ... ταῖς ὄψεσιν estando con los ojos prendidos en él Plu.Oth.3, ταῖς ψυχαῖς ἀνηρτημένοι suspensos D.S.33.5
v. med. ἀναρτωμένους ἐλπίσιν ἐξ ἐλπίδων agarrándose a esperanza tras esperanza D.19.18.
II suspender, cortar pas. ἀναρτηθῆναι τὴν χορηγίαν Iust.Nou.88.2.1.

German (Pape)

[Seite 206] 1) auf-, anhängen, τινός, an etwas, Ap. Rh. 3, 789; übertr., ἐλπίσι τινὰ ἀναρτᾶν, Einen durch Hoffnung spannen, sowohl aufrichten, als ungewiß machen, εἰς τὸ θεῖον ἀνηρτῆσθαι ταῖς ἐλπίσι Plut. Num. 15. seine Hoffnung auf Gottgesetzt haben; vgl. εἰς θεοὺς ἀναρτᾶν Eur. Phoen. 712; αἱ ἐλπίδες ἀναρτηθεῖεν ἐς αὐτόν Pol. 10, 3; ἑαυτὸν εἴς τινα, sich an Jemand hängen, sich auf ihn verlassen, Dem. ep. 3 p. 1480, 5; ἀνήρτηται εἰς ἑαυτὸν πάντα τὰ πρὸς εὐδαιμονίαν φέροντα ἀνδρί Plat. Menex. 247 e, der alles von sich abhängig gemacht, auf sich begründet hat; vgl. εἰς τὴν ψυχὴν ἀνηρτῆσθαι Men. 88 e; Legg. V, 729 e; ἡ δύναμις ἐξ ἐκείνης τῆς λίθου ἀνήρτηται, haftet an jenem Steine, Ion. 533 e; ἐκ τοῦ ἐμοῦ νεύματος ἀνηρτημένος, von meinem Winke abhängig, Luc. Tim. 5; ἀνηρτημένοι ταῖς ὄψεσιν πρός τινα Plut. Otho 3. – Med., τινά, Jemanden für sich gewinnen, Xen. Cyr. 1, 4, 1. 2, 2, 29; φῦλα, sich unterwerfen, 1, 1, 5. – 2) ἀνηρτημένος ποιεῖν, ἔρδειν, der sich vorgenommen hat, etwas zu thun, Her. 1, 90. 6, 88.

French (Bailly abrégé)

ἀναρτῶ :
1 suspendre : ἀν. ἑαυτόν PLUT se pendre;
2 faire dépendre de ; Pass. dépendre de : ἐκ τοῦ ἐμοῦ νεύματος LUC d'un signe de ma volonté ; ταῖς ἐπιθυμίαις PLUT dépendre ou être l'esclave de ses désirs;
Moy. ἀναρτάομαι, ἀναρτῶμαι;
1 attacher à soi, rendre dépendant de soi ; soumettre, acc.;
2 s'attacher à, se charger de, être prêt à, inf..
Étymologie: ἀνά, ἀρτάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναρτάω:
1 подвешивать, вешать Plat.: ἑαυτόν и βρόχῳ τὸ ζῆν ἀναρτῆσαι Plut. повеситься; pass. висеть, свешиваться Arst.;
2 перен. связывать; приковывать: ἀνηρτημένος (ταῖς ὄψεσι) πρός или εἴς τινα Plut. пристально глядящий на кого-л.; ὅλος ἀνήρτητο ταῖς φροντίσιν Plut. он был целиком поглощен своими мыслями;
3 ставить в зависимость, pass. зависеть: πάντα εἰς ἑαυτὸν ἀνήρτηται Plat. все зависит от него самого; ἐς θεοὺς χρὴ ταῦτ᾽ ἀναρτήσαντ᾽ ἔχειν Eur. нужно предоставить это воле богов; ταῖς ἐπιθυμίαις ἀναρτᾶσθαι Plut. быть рабом своих страстей; med. подчинять себе (τὰ φῦλα Xen.) или склонять на свою сторону (τινα Xen.);
4 задаваться целью, намереваться, быть готовым (ποιέειν τι Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναρτάω: κρεμῶ ἐπάνω εἴς τι ἢ ἔν τινι, λαιμὸν ἀναρτήσασα μελάθρῳ, ἐν μελάθρῳ, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 789: - κρεμῶ, ἑαυτὸν Πλούτ. 2. 841Α· βρόχῳ τὸ ζῆν ἀνήρτησε αὐτόθι 314Α: - ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, 2) μεταφ., ἐξαρτῶ τι ἔκ τινος, δήμῳ... μήτε πᾶν ἀναρτήσῃς κράτος Εὐρ. Ἀποσπ. 628· ἀν. ἑαυτὸν εἰς δῆμον Δημ. 1480. 5· ἐς θεοὺς ἀν. τι, ἀφίνω τι νὰ ἐξαρτᾶται ἐξ αὐτῶν, Εὐρ. Φοίν. 705. 3) ἀφίνω ἢ κρατῶ τι μετέωρον, Ἀλκίφρων 1. 22. ΙΙ. παθ., κρέμαμαι, παραδείγματα ἀνηρτημένους, κρεμαμένους ὡς παραδείγματα, Πλάτ. Γοργ. 525C. 2) μεταφ., ἐξαρτῶμαι, ἔκ τινος Πλάτ. Ἴων 533Ε· ἐλπίσιν ἐξ ἐλπίδων ἀνηρτημένους, ἐξηρτημένους νῦν μὲν ἐκ τούτων ἔπειτα δὲ ἐξ ἄλλων ἐλπίδων, Δημ. 346. 27: - ἀνηρτῆσθαι εἰς.., ἀναφέρεσθαι εἰς .., τὰ ἁμαρτήματα.. εἰς θεὸν ἀνηρτημένα τιμωρὸν Πλάτ. Νόμ. 729Ε· τὰ ἄλλα πάντα εἰς τὴν ψυχὴν ἀν. ὁ αὐτ. Μένων 88Ε· ὅτῳ πάντα εἰς ἑαυτὸν ἀνήρτηται, ὄστις ἔχει τὰ πάντα ἐξ ἑαυτοῦ ἐξαρτώμενα, ὁ αὐτ. Μενέξ. 247Ε· ἀνηρτημένοι ταῖς ὄψεσι πρός τινα, ἔχοντες ἀδιαλείπτως τοὺς ὀφθαλμοὺς προσηλωμένους εἴς τινα, Πλουτ. Ὄθ. 3· ταῖς ἐπιθυμίαις εἴς τι ὁ αὐτ. 2. 989D· ἀνηρτημένοι ταῖς ψυχαῖς, ὄντες ἐν ἀμφιβολίᾳ ἢ ἀνησυχίᾳ, Διόδ. ἀποσπ. 2, σ. 593. 628. ΙΙΙ. μέσ., ὡσαύτως μετὰ πρκμ. παθ., = τῷ ἐνεργ., Διον. Ἁλ. 11. 46: - Ἐντεῦθεν, κάμνω τινὰ νὰ προσκολληθῇ εἰς ἐμέ, κάμνω αὐτὸν νὰ μὲ ἀγαπᾷ καὶ νὰ ἐνδιαφέρηται δι’ ἐμέ, ταχὺ δὲ τοὺς πατέρας αὐτῶν ἀνήρτητο Ξεν. Κύρ. 1. 4, 1· ὡσαύτως, προσαρτῶ εἰς τὸ κράτος μου, ὑποτάσσω, αὐτόθι 1. 1, 5.

Greek Monotonic

ἀναρτάω: μέλ. -ήσω — Παθ. παρακ. ἀνήρτημαι· κρεμώ σε ή πάνω, συνδέω, εξαρτώ, ἐς θεοὺς ἀν. τι, το αφήνω να εξαρτάται απ' αυτούς, σε Ευρ.· ἀν. ἑαυτὸν εἰς δῆμον, σε Δημ.
II. Παθ., κρέμωμαι, εξαρτώμαι, σε Πλάτ.
2. μεταφ., βασίζομαι ή εξαρτώμαι πάνω σε, ἔκ τινος, στον ίδ., Δημ.· ἀνηρτῆσθαι εἰς..., αναφέρομαι ή έχω αναφορά σε..., σε Πλάτ.· ἀνηρτημένοι ταῖςὄψεσιν πρός τινα, έχοντας «κρεμάσει» τα μάτια τους πάνω σε κάποιον, σε Πλούτ.
III. Μέσ., κάνω κάποιον να προσκολληθεί, να εξαρτάται, από τινά, σε Ξεν.

Middle Liddell

I. to hang to or upon, to attach to, make dependent upon, ἐς θεοὺς ἀν. τι to leave it depending upon them, Eur.; ἀν. ἑαυτὸν εἰς δῆμον Dem.
II. Pass. to be hung up, Plat.
2. metaph. to hang or depend upon, ἔκ τινος Plat., Dem.:— ἀνηρτῆσθαι εἰς . . to be referred or referable to . ., Plat.; ἀνηρτημένοι ταῖς ὄψεσιν πρός τινα hanging on one with their eyes, Plut.
III. Mid. to attach to oneself, make dependent upon one, τινά Xen.