ἀναπτύσσω: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναπτύσσω:''' μέλ. <i>-πτύξω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ξεδιπλώνω]] τους κυλίνδρους στους οποίους ήταν γραμμένα τα βιβλία· και ομοίως, [[ξετυλίγω]], [[ανοίγω]] προς [[ανάγνωση]], ἀν. [[βιβλίον]], σε Ηρόδ.· [[ανοίγω]], <i>πύλας</i>, σε Ευρ.· ἀναπτύξας [[χέρας]], με ορθάνοιχτα χέρια, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποκαλύπτω]], [[φανερώνω]], [[εκτυλίσσω]], Λατ. explicare, σε Τραγ.<br /><b class="num">II.</b> ως [[στρατιωτικός]] όρος, <i>τὴν [[φάλαγγα]] ἀναπτ</i>., [[κάμπτω]] τη [[φάλαγγα]] και από τις δυο μεριές προς τα [[πίσω]] κάνοντας την [[διπλή]], δηλ. δίνοντάς της διπλό [[βάθος]], Γαλ. reptier, σε Ξεν.· [[αλλά]] αντιθέτως, τὸ [[κέρας]] ἀναπτ., [[ανοίγω]] την [[πτέρυγα]], δηλ. [[επεκτείνω]] το [[μέτωπο]], ώστε να καταστεί η [[φάλαγγα]] εκτενέστερη, Γαλ. deployer, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀναπτύσσω:''' μέλ. <i>-πτύξω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ξεδιπλώνω]] τους κυλίνδρους στους οποίους ήταν γραμμένα τα βιβλία· και ομοίως, [[ξετυλίγω]], [[ανοίγω]] προς [[ανάγνωση]], ἀν. [[βιβλίον]], σε Ηρόδ.· [[ανοίγω]], <i>πύλας</i>, σε Ευρ.· ἀναπτύξας [[χέρας]], με ορθάνοιχτα χέρια, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποκαλύπτω]], [[φανερώνω]], [[εκτυλίσσω]], Λατ. explicare, σε Τραγ.<br /><b class="num">II.</b> ως [[στρατιωτικός]] όρος, <i>τὴν [[φάλαγγα]] ἀναπτ</i>., [[κάμπτω]] τη [[φάλαγγα]] και από τις δυο μεριές προς τα [[πίσω]] κάνοντας την [[διπλή]], δηλ. δίνοντάς της διπλό [[βάθος]], Γαλ. reptier, σε Ξεν.· [[αλλά]] αντιθέτως, τὸ [[κέρας]] ἀναπτ., [[ανοίγω]] την [[πτέρυγα]], δηλ. [[επεκτείνω]] το [[μέτωπο]], ώστε να καταστεί η [[φάλαγγα]] εκτενέστερη, Γαλ. deployer, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναπτύσσω:''' <b class="num">1)</b> разворачивать, раскрывать ([[βιβλίον]] Her.; χιτῶνος πτέρυγας Plut.);<br /><b class="num">2)</b> открывать, растворять (πύλας Eur.; [[ὄμμα]] ἀνεπτυγμένον Arst.): ἀναπτύξας [[χέρας]] Eur. протягивая руки;<br /><b class="num">3)</b> раскрывать, обнаруживать (φρένα πρός τινα Eur.): [[πᾶν]] ἀναπτύξαι πρὸς [[φῶς]] Soph. высказать все;<br /><b class="num">4)</b> воен. свертывать, загибать назад (τὴν φάλαγγα Xen.);<br /><b class="num">5)</b> воен. развертывать (τὸ [[κέρας]] Xen.; τὸ [[δεξιόν]] Plut.).
}}
}}