ἀπαντλέω: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπαντλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αντλώ]], [[αδειάζω]] το [[νερό]] από το [[αμπάρι]] του πλοίου· μεταφ., [[ἀπαντλέω]] [[ὕβρισμα]] χθονός, σε Ευρ.· με αιτ. μόνο, [[αντλώ]], [[αποσύρω]], [[αφαιρώ]], σε Αισχύλ.· [[ελαφρύνω]], [[ανακουφίζω]], [[μειώνω]], [[ελαττώνω]] πόνους, στον ίδ.· [[βάρος]] ψυχῆς, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀπαντλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αντλώ]], [[αδειάζω]] το [[νερό]] από το [[αμπάρι]] του πλοίου· μεταφ., [[ἀπαντλέω]] [[ὕβρισμα]] χθονός, σε Ευρ.· με αιτ. μόνο, [[αντλώ]], [[αποσύρω]], [[αφαιρώ]], σε Αισχύλ.· [[ελαφρύνω]], [[ανακουφίζω]], [[μειώνω]], [[ελαττώνω]] πόνους, στον ίδ.· [[βάρος]] ψυχῆς, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαντλέω:''' <b class="num">1)</b> черпать, вычерпывать ([[ὑγρόν]] Arst., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> уменьшать, убавлять ([[ὕβρισμα]] θνητῶν Eur.; σώματα διαίταις Plat.);<br /><b class="num">3)</b> облегчать (πόνους τινί Aesch.; [[βάρος]] ψυχῆς Eur.).
}}
}}