ἀπαντλέω
οἱ μὲν εὐποροῦμεν οἱ δ' ἀλύομεν → some of us prosper and others are at our wit's end, some of us are prospering and others of us are at our wit's end
English (LSJ)
A draw off from, ἀ. χθονὸς ὕβρισμα θνητῶν E.Or.1641; lighten, τί σοι οἷοί τε θνητοὶ τῶνδ' ἀπαντλῆσαι πόνων; A.Pr.84; ἀ. τὸ ὑγρόν Arist.Pr.870b16; opp. ἐπιχέω, Pl.R. 407d.
II c. acc. only, lighten, lessen, βάρος ψυχῆς E.Alc.354; τῶν ἐγκαλουμένων ἀπηντληκώς τι having shed some of his faults, Phld.Lib.p.35 O.:—in Pass., Ph. 1.266, Plu.Alex.57.
Spanish (DGE)
I 1absorber περιττεῦον τὸ ὑγρόν Arist.Pr.870b16, Col.795a1, τὰ νενοσηκότα ... σώματα ... διαίταις κατὰ σμικρὸν ἀπαντλοῦντα reduciendo los elementos enfermos con un régimen Pl.R.407d.
2 fig. arrostrar, sufrir τί σοι οἷοί τε θνητοὶ τῶνδ' ἀπαντλῆσαι πόνων; ¿en cuál de estos trabajos los mortales serán capaces de ayudarte? A.Pr.84.
II echar, desprenderse de βάρος ψυχῆς la pena de (mi) alma E.Alc.354, τῶν ἐνκαλουμένων ἀπηντληκώς [τ] ι habiéndose desprendido de alguna de sus faltas Phld.Lib.p.35
•expulsar, aniquilar χθονὸς ὕβρισμα θνητῶν de la tierra un exceso de mortales E.Or.1641.
III sacar agua en v. pas. ὥσπερ φασὶ τὰς ἀπαντλουμένας πηγάς como dicen que ocurre con las fuentes de las que se ha sacado agua Ph.1.266, ἀπαντλουμένου τοῦ πρώτου (ὕδατος) Plu.Alex.57.
German (Pape)
[Seite 279] abschöpfen, Plut. Alex. 57; πόνων τί τινι, abnehmen, Aesch. Prom. 84; ὕβρισμα χθονός, wegnehmen, Eur. Or. 1657; βάρος ψυχῆς Alc. 354; erschöpfen, σώματα διαίταις ἀπαντλοῦντα Plat. Rep. III, 407 d.
French (Bailly abrégé)
ἀπαντλῶ :
impf. ἀπήντλουν, ao. ἀπήντλησα;
1 puiser;
2 épuiser, supprimer : ἀπ. βάρος ψυχῆς EUR alléger le poids de l'âme ; πόνων τί τινι ESCHL apporter quelque allégement aux peines de qqn.
Étymologie: ἀπό, ἀντλέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαντλέω:
1 черпать, вычерпывать (ὑγρόν Arst., Plut.);
2 уменьшать, убавлять (ὕβρισμα θνητῶν Eur.; σώματα διαίταις Plat.);
3 облегчать (πόνους τινί Aesch.; βάρος ψυχῆς Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαντλέω: ἀνασύρω ἀπό τινος· ἀπ. χθονὸς ὕβρισμα θνητῶν Εὐρ. Ὀρ. 1641· ἐξέλκω, ἀνέλκω, ἀφαιρῶ· πόνους τινὶ Αἰσχ. Πρ. 84· ἀπ. τὸ ὑγρὸν Ἀριστ. Πρβλ. 2. 41· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐπιχέω (ὃ ἴδε). ΙΙ. μ. αἰτ. μόνον ἐλαφρύνω, σμικρύνω, ἐλαττῶ, βάρος ψυχῆς Εὐρ. Ἄλκ. 354· τὰ σώματα διαίτας ἀπ. Πλάτ. Πολ. 407D. - Ἐν τῷ Παθ., Πλουτ. Ἀλέξ. 57, Φίλων 1. 266. - Ἐντεῦθεν ῥημ. ἐπίθ. ἀπαντλητέον, πρέπει τις νὰ ἀντλῇ ἢ νὰ ἀντλήσῃ, ν’ ἀνασύρῃ, ὕδωρ π.χ., Γεωπ. 6. 18.
Greek Monotonic
ἀπαντλέω: μέλ. -ήσω, αντλώ, αδειάζω το νερό από το αμπάρι του πλοίου· μεταφ., ἀπαντλέω ὕβρισμα χθονός, σε Ευρ.· με αιτ. μόνο, αντλώ, αποσύρω, αφαιρώ, σε Αισχύλ.· ελαφρύνω, ανακουφίζω, μειώνω, ελαττώνω πόνους, στον ίδ.· βάρος ψυχῆς, σε Ευρ.
Middle Liddell
to draw off water from a ship's hold: metaph., ἀπ. ὕβρισμα χθονός Eur.:—c. acc. only, to draw off, Aesch.: to lighten, lessen, πόνους Aesch.; βάρος ψυχῆς Eur.