ἄνυτο: Difference between revisions

1
(3)
 
(1)
 
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄνῠτο:''' Δωρ. αντί [[ἤνυτο]] = ἠνύετο, γʹ ενικ. Παθ. παρατ. του [[ἀνύω]].
|lsmtext='''ἄνῠτο:''' Δωρ. αντί [[ἤνυτο]] = ἠνύετο, γʹ ενικ. Παθ. παρατ. του [[ἀνύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄνῠτο:''' (ᾱ) дор. Theocr. 3 л. sing. impf. pass. к [[ἄνυμι]].
}}
}}