ἄνυτο

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328

Greek Monotonic

ἄνῠτο: Δωρ. αντί ἤνυτο = ἠνύετο, γʹ ενικ. Παθ. παρατ. του ἀνύω.

Russian (Dvoretsky)

ἄνῠτο: (ᾱ) дор. Theocr. 3 л. sing. impf. pass. к ἄνυμι.