ἄπιστος: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄπιστος:''' -ον, <b class="num">I.</b> Παθ., αυτός τον οποίο δεν μπορεί να πιστέψει ή να εμπιστευτεί [[κάποιος]], και [[συνεπώς]]·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για τους ανθρώπους και τις πράξεις τους, [[αναξιόπιστος]], [[ανάξιος]] εμπιστοσύνης, αυτός που δεν έχει [[πιστότητα]], [[αναληθής]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[θράσος]] ἄπιστον, αβάσιμη [[πεποίθηση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[φήμη]] και άλλα παρόμοια, [[απίστευτος]], [[απίθανος]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· <i>τὸ ἐλπίδων ἄπιστον</i>, αυτό που δεν μπορεί να πιστέψει [[κάποιος]] [[έστω]] και ως [[ελπίδα]], ως όνειρο, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν πιστεύει ή δεν εμπιστεύεται κάποιον ή [[κάτι]], [[δύσπιστος]], [[σκεπτικιστής]], [[φιλύποπτος]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀπιστότερος</i>, λιγότερο [[εύπιστος]], σε Ηρόδ.· [[ἄπιστος]] πρὸς Φίλιππον, [[δύσπιστος]] [[έναντι]] του Φιλίππου, σε Δημ.· [[ἄπιστος]] σαυτῷ, [[χωρίς]] να πιστεύεις [[ούτε]] τα [[ίδια]] [[σου]] τα [[λόγια]], σε Πλάτ.· τὸ ἄπιστον = [[ἀπιστία]], σε Θουκ.· στην Κ.Δ. αυτός που δεν πιστεύει, [[δύσπιστος]], [[άπιστος]].<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δεν υπακούει, [[ανυπάκουος]], με γεν., σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., [[ἀπίστως]],<br /><b class="num">1.</b> Παθ., με όχι πιστευτό τρόπο, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> Ενεργ., με [[δυσπιστία]], με [[φιλυποψία]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἄπιστος:''' -ον, <b class="num">I.</b> Παθ., αυτός τον οποίο δεν μπορεί να πιστέψει ή να εμπιστευτεί [[κάποιος]], και [[συνεπώς]]·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για τους ανθρώπους και τις πράξεις τους, [[αναξιόπιστος]], [[ανάξιος]] εμπιστοσύνης, αυτός που δεν έχει [[πιστότητα]], [[αναληθής]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[θράσος]] ἄπιστον, αβάσιμη [[πεποίθηση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[φήμη]] και άλλα παρόμοια, [[απίστευτος]], [[απίθανος]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· <i>τὸ ἐλπίδων ἄπιστον</i>, αυτό που δεν μπορεί να πιστέψει [[κάποιος]] [[έστω]] και ως [[ελπίδα]], ως όνειρο, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν πιστεύει ή δεν εμπιστεύεται κάποιον ή [[κάτι]], [[δύσπιστος]], [[σκεπτικιστής]], [[φιλύποπτος]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀπιστότερος</i>, λιγότερο [[εύπιστος]], σε Ηρόδ.· [[ἄπιστος]] πρὸς Φίλιππον, [[δύσπιστος]] [[έναντι]] του Φιλίππου, σε Δημ.· [[ἄπιστος]] σαυτῷ, [[χωρίς]] να πιστεύεις [[ούτε]] τα [[ίδια]] [[σου]] τα [[λόγια]], σε Πλάτ.· τὸ ἄπιστον = [[ἀπιστία]], σε Θουκ.· στην Κ.Δ. αυτός που δεν πιστεύει, [[δύσπιστος]], [[άπιστος]].<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δεν υπακούει, [[ανυπάκουος]], με γεν., σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., [[ἀπίστως]],<br /><b class="num">1.</b> Παθ., με όχι πιστευτό τρόπο, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> Ενεργ., με [[δυσπιστία]], με [[φιλυποψία]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄπιστος:''' <b class="num">1)</b> не верящий, недоверчивый, подозрительный (Hom., Her.; τινι Plat.; πρός τινα Dem.);<br /><b class="num">2)</b> неверующий NT;<br /><b class="num">3)</b> непослушный, непокорный (τινος Aesch. и τινι Eur.);<br /><b class="num">4)</b> невероятный, неправдоподобный Pind., Aesch., Thuc., Arph., Xen., Plut.;<br /><b class="num">5)</b> недостоверный, сомнительный, ненадежный Thuc., Xen., Plat., Plut.;<br /><b class="num">6)</b> неверный, вероломный Her., Eur., Thuc., Xen., Isocr., Plut.
}}
}}