Anonymous

ἄπιστος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄπιστος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει θρησκευτική [[πίστη]], που δεν πιστεύει στον θεό<br /><b>2.</b> (για μη χριστιανούς) ο [[αλλόθρησκος]]<br /><b>3.</b> ο [[αναξιόπιστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>οι άπιστοι</i><br />οι Τούρκοι<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όποιος προδίδει την ερωτική ή συζυγική [[πίστη]]<br /><b>2.</b> [[ετερόδοξος]] ή [[αιρετικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για [[έγγραφο]]) [[άκυρος]] ή [[πλαστός]]<br /><b>2.</b> (για [[καταγγελία]]) [[ψεύτικος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[απειθάρχητος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄπιστος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει θρησκευτική [[πίστη]], που δεν πιστεύει στον θεό<br /><b>2.</b> (για μη χριστιανούς) ο [[αλλόθρησκος]]<br /><b>3.</b> ο [[αναξιόπιστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>οι άπιστοι</i><br />οι Τούρκοι<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όποιος προδίδει την ερωτική ή συζυγική [[πίστη]]<br /><b>2.</b> [[ετερόδοξος]] ή [[αιρετικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για [[έγγραφο]]) [[άκυρος]] ή [[πλαστός]]<br /><b>2.</b> (για [[καταγγελία]]) [[ψεύτικος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[απειθάρχητος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄπιστος:''' -ον, <b class="num">I.</b> Παθ., αυτός τον οποίο δεν μπορεί να πιστέψει ή να εμπιστευτεί [[κάποιος]], και [[συνεπώς]]·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για τους ανθρώπους και τις πράξεις τους, [[αναξιόπιστος]], [[ανάξιος]] εμπιστοσύνης, αυτός που δεν έχει [[πιστότητα]], [[αναληθής]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[θράσος]] ἄπιστον, αβάσιμη [[πεποίθηση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[φήμη]] και άλλα παρόμοια, [[απίστευτος]], [[απίθανος]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· <i>τὸ ἐλπίδων ἄπιστον</i>, αυτό που δεν μπορεί να πιστέψει [[κάποιος]] [[έστω]] και ως [[ελπίδα]], ως όνειρο, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν πιστεύει ή δεν εμπιστεύεται κάποιον ή [[κάτι]], [[δύσπιστος]], [[σκεπτικιστής]], [[φιλύποπτος]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀπιστότερος</i>, λιγότερο [[εύπιστος]], σε Ηρόδ.· [[ἄπιστος]] πρὸς Φίλιππον, [[δύσπιστος]] [[έναντι]] του Φιλίππου, σε Δημ.· [[ἄπιστος]] σαυτῷ, [[χωρίς]] να πιστεύεις [[ούτε]] τα [[ίδια]] [[σου]] τα [[λόγια]], σε Πλάτ.· τὸ ἄπιστον = [[ἀπιστία]], σε Θουκ.· στην Κ.Δ. αυτός που δεν πιστεύει, [[δύσπιστος]], [[άπιστος]].<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δεν υπακούει, [[ανυπάκουος]], με γεν., σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., [[ἀπίστως]],<br /><b class="num">1.</b> Παθ., με όχι πιστευτό τρόπο, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> Ενεργ., με [[δυσπιστία]], με [[φιλυποψία]], στον ίδ.
}}
}}