ἀπατήλιος: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπᾰτήλιος:''' -ον, αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να εξαπατά, [[πανούργος]]· ἀπατήλια [[εἰδώς]], αυτός που είναι [[προικισμένος]], [[ικανός]] στο να δολοφονηθεί, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀπατήλιον βάζειν</i>, στο ίδ.
|lsmtext='''ἀπᾰτήλιος:''' -ον, αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να εξαπατά, [[πανούργος]]· ἀπατήλια [[εἰδώς]], αυτός που είναι [[προικισμένος]], [[ικανός]] στο να δολοφονηθεί, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀπατήλιον βάζειν</i>, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπᾰτήλιος:''' Hom. = [[ἀπατηλός]].
}}
}}