Anonymous

ἀπατήλιος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπατήλιος]], -ον (Α)<br />[[πανούργος]], [[δόλιος]], [[απατηλός]].
|mltxt=[[ἀπατήλιος]], -ον (Α)<br />[[πανούργος]], [[δόλιος]], [[απατηλός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπᾰτήλιος:''' -ον, αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να εξαπατά, [[πανούργος]]· ἀπατήλια [[εἰδώς]], αυτός που είναι [[προικισμένος]], [[ικανός]] στο να δολοφονηθεί, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀπατήλιον βάζειν</i>, στο ίδ.
}}
}}