3,273,446
edits
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπατήλιος]], -ον (Α)<br />[[πανούργος]], [[δόλιος]], [[απατηλός]]. | |mltxt=[[ἀπατήλιος]], -ον (Α)<br />[[πανούργος]], [[δόλιος]], [[απατηλός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπᾰτήλιος:''' -ον, αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να εξαπατά, [[πανούργος]]· ἀπατήλια [[εἰδώς]], αυτός που είναι [[προικισμένος]], [[ικανός]] στο να δολοφονηθεί, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀπατήλιον βάζειν</i>, στο ίδ. | |||
}} | }} |