3,274,919
edits
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπασχολέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἄσχολος]]), δεν [[αφήνω]] σε κάποιον [[περιθώριο]] αναψυχής, [[απασχολώ]], σε Λουκ. — Παθ., είμαι πλήρως απασχολημένος, στον ίδ. | |lsmtext='''ἀπασχολέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἄσχολος]]), δεν [[αφήνω]] σε κάποιον [[περιθώριο]] αναψυχής, [[απασχολώ]], σε Λουκ. — Παθ., είμαι πλήρως απασχολημένος, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπασχολέω:''' <b class="num">1)</b> целиком занимать, поглощать (ὁ [[ἔρως]] ἀπησχόλησεν αὐτόν Luc.);<br /><b class="num">2)</b> pass. быть целиком поглощенным, занятым (περί τινα Luc.). | |||
}} | }} |