ἀποβάτης: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποβάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[ἀποβαίνω]]), αυτός που ίππευε [[πολλά]] άλογα πηδώντας [[επιδέξια]] από το ένα [[άρμα]] στο [[άλλο]] κατά τη [[διάρκεια]] ιππικού αγωνίσματος, Λατ. [[desultor]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀποβάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[ἀποβαίνω]]), αυτός που ίππευε [[πολλά]] άλογα πηδώντας [[επιδέξια]] από το ένα [[άρμα]] στο [[άλλο]] κατά τη [[διάρκεια]] ιππικού αγωνίσματος, Λατ. [[desultor]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποβάτης:''' ου ὁ апобат, вольтижер (наездник, перескакивающий на полном ходу с одной колесницы на другую) Plut.
}}
}}