Anonymous

ἀποβάτης: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποβάτης]], ο [[αποβαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που αφιππεύει<br /><b>2.</b> αυτός που ιππεύει [[πολλά]] άλογα πηδώντας με [[άλμα]] από το ένα στο [[άλλο]].
|mltxt=[[ἀποβάτης]], ο [[αποβαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που αφιππεύει<br /><b>2.</b> αυτός που ιππεύει [[πολλά]] άλογα πηδώντας με [[άλμα]] από το ένα στο [[άλλο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποβάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[ἀποβαίνω]]), αυτός που ίππευε [[πολλά]] άλογα πηδώντας [[επιδέξια]] από το ένα [[άρμα]] στο [[άλλο]] κατά τη [[διάρκεια]] ιππικού αγωνίσματος, Λατ. [[desultor]], σε Πλούτ.
}}
}}