ἀποδοκιμάζω: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποδοκῐμάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[απορρίπτω]] [[κατόπιν]] εξέτασης ή δοκιμασίας· [[απορρίπτω]] υποψήφιο λόγω έλλειψης των αναγκαίων προσόντων, σε Ηρόδ., Αττ.· γενικά, [[απορρίπτω]] [[κάτι]] ως ανάξιο λόγου ή ως ακατάλληλο, σε Πλάτ., Ξεν.
|lsmtext='''ἀποδοκῐμάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[απορρίπτω]] [[κατόπιν]] εξέτασης ή δοκιμασίας· [[απορρίπτω]] υποψήφιο λόγω έλλειψης των αναγκαίων προσόντων, σε Ηρόδ., Αττ.· γενικά, [[απορρίπτω]] [[κάτι]] ως ανάξιο λόγου ή ως ακατάλληλο, σε Πλάτ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποδοκῐμάζω:''' <b class="num">1)</b> отвергать за непригодностью, отклонять (τινά и τι Her., Lys., Xen., Plat., Arst., Dem., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> исключать из списков (ἀποδεδοκιμασμένοι ἐκ τῶν ἀκοντιστῶν Xen.).
}}
}}