ἀποδοκιμάζω
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
A reject on scrutiny or trial, reject a candidate from want of qualification, disapprove, Hdt.6.130, Lys.13.10, Archipp.14:—Pass., λαχὼν ἀπεδοκιμάσθη ἄρχειν Din.2.10, cf. D.25.30.
2 generally, reject as unworthy or reject as unfit, πασσόφους ἄνδρας Pl.Tht.181b; ἵππον X. Eq.Mag.1.13; νόμους Id.Mem.4.4.14; ἀργύριον Thphr. Char.4.11; τὴν [τοῦ αὐλοῦ] χρῆσιν ἐκ τῶν νέων Arist.Pol.1341a26, cf. 37 (Pass.); [ἡ ὄρνις] ἀ. τὰ αὑτῆς Id.HA618a17; τὴν τοιαύτην διατριβήν Timocl. 8.12; τὸ ποιεῖν τι X.Cyr.8.1.47: c. inf., Phlp.in Ph.584.26.
II conclude, judge, Dam.Pr.117.
Spanish (DGE)
I 1rechazar a alguien para un cargo o dignidad después de que ha pasado una prueba o ha sido elegido, c. ac. de pers. στρατηγὸν χειροτονηθέντα Lys.13.10, αἱρουμένους Archipp.14, ἡ πόλις ... ἀποδοκιμάζουσα οὐκ ἐᾷ ἄρχειν τοῦτον X.Mem.2.2.13, ἀλλ' ὃν ἔφηβον ὄντα ἄρχειν εἵλεσθε, τοῦτον ἄνδρα γεγονότα ἀποδοκιμάσετε; D.C.36.28.2
•en v. pas. ἐὰν δὲ τις ἀποδοκιμασθῇ καθ' ἡντιναοῦν ἀρχῆς λῆξιν καὶ κρίσιν Pl.Lg.765d, cf. 767d, λαχὼν ἀπεδοκιμάσθη ὑπὸ τῶν ... τότε δικαζόντων Din.2.10, τοῖς ἀποδεδοκιμασμένοις ἄρχειν λαχοῦσιν a los que, tras haber obtenido un cargo por sorteo, no obtuvieron la aprobación D.25.30
•c. ac. int. ἀποδοκιμάσας πάντα rechazando todas las pruebas Hp.VM 2
•c. ac. de abstr. ὅτι τὴν ἀρχὴν ἣν ἔλαχεν <ἄρχειν> ἀπεδοκιμάσατε; D.25.67.
2 en gener. rechazar, desechar c. ac. de pers. τοὺς λοιπούς Hdt.6.130, πασσόφους ἄνδρας Pl.Tht.181b, τοὺς ἐραστάς D.61.4, τοὺς ψευδομένους Isoc.1.49, τοὺς ... κοσμίους τοῖς ἤθεσι καὶ τῶν ἰδίων βίων ἐπιμελουμένους Theopomp.Hist.225, cf. Hsch., en v. pas. δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ... ἀποδοκιμασθῆναι ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων Eu.Luc.9.22, cf. Eu.Marc.8.31, θέλων κληρονομῆσαι τὴν εὐλογίαν ἀπεδοκιμάσθη Ep.Hebr.12.17, ἐὰν ἀποδοκιμασθῶ, ἐμισήσατε Ign.Rom.8.3
•de animales ἵππον X.Eq.Mag.1.13, PCair.Isidor.72.38 (IV d.C.), χοιρίδια PCair.Isidor.44.9 (IV d.C.)
•de abstr. νόμους X.Mem.4.4.14, τὰς διαθήκας Is.1.35, τὰς τέχνας καὶ τὰς ἐπιστήμας καὶ τὰς δυνάμεις Isoc.12.30, τοὺς λόγους Isoc.8.40, τὸν λόγον A.D.Coni.239.23, τὴν (τοῦ αὐλοῦ) χρῆσιν ἐκ τῶν νέων Arist.Pol.1341a26, cf. 37 (en v. pas.), τὴν τοιαύτην διατριβήν Timocl.8, τὴν ἐπιβολήν Plb.5.35.12, τὸν καθοπλισμόν Plb.18.28.9, τὴν πρᾶξιν Plu.2.91a, τὸ πρᾶγμα Plu.2.707c, τὰ πρὸς ἡδονὴν τῶν μελῶν Aristid.Quint.60.12, τὸ γράμμα Eus.Marcell.2.4
•en v. pas. PGiss.47.16 (II d.C.)
•rechazar por falso ἀργύρων Thphr.Char.4.13, fig. en v. pas. ἀργύριον ἀποδεδοκιμασμένον καλέσατε αὐτούς, ὅτι ἀπεδοκίμασεν αὐτοὺς κύριος LXX Ie.6.30
•despreciar τὰ αὑτῆς Arist.HA 618a17.
II c. inf.
1 juzgar indigno, rechazar la idea de τὸ δοκεῖν ἐπιβουλεύειν σε τοῖς Ἕλλησιν Isoc.5.75, τὸ μὲν περιελέσθαι αὐτῶν τὰ ὅπλα καὶ ἀπολέμους ποιῆσαι X.Cyr.8.1.47, τὸ μὲν ἀπ' ἐξουσίας χρώμενον διατελεῖν ἅπαν I.AI 15.321
•impedir εἰ δὲ ἀμετάβλητον βούλεται εἶναι τὸν τόπον, οὐκ ἂν τὸ διάστημα διὰ τὸ ἀμετάβλητον εἶναι ἀπεδοκίμαζε τόπον εἶναι τῶν φυσικῶν σωμάτων Phlp.in Ph.584.26.
2 juzgar, concluir καὶ ὡς ἐκεῖνα, οὕτω καὶ ταῦτα ... ἀποδοκιμάζομεν ἁρμόττειν ἐκείνοις τοῖς πράγμασιν Dam.Pr.117.
French (Bailly abrégé)
f. ἀποδοκιμάσω, ao. ἀπεδοκίμασα, pf. ἀποδεδοκίμακα;
Pass. ao. ἀπεδοκιμάσθην, pf. ἀποδεδοκίμασμαι;
rejeter à l'essai, repousser après une épreuve ; p. anal. rejeter comme indigne, insuffisant ou peu convenable, acc..
Étymologie: ἀπό, δοκιμάζω.
German (Pape)
eigtl. nach veranstalteter Prüfung verwerfen, wie es z.B. in Athen bei den durchs Los ernannten Beamten vorkam, wenn sie den allgemeinen an sie zu richtenden Forderungen nicht genügten; z.B. ἐπιμελητὴς λαχὼν ἀπεδοκιμάσθη ἄρχειν Din. 2.11; τοῖς ἀποδεδοκιμασμένοις ἄρχειν λαχοῦσιν Dem. 25.30; ebenso ἀρχήν 67; στρατηγὸν χειροτονηθέντα Lys. 13.10; vgl. 6.33, 26.6; aus der Soldatenliste streichen, Xen. Cyr. 6.2.36; Sp. vom Censor, aus dem Senat weisen. Übh. verwerfen, Her. 6.130 Plat. Theaet. 181b, Xen. Cyr. 8.1.47, Mem. 1.2.4; νόμους 4.4.14.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδοκῐμάζω:
1 отвергать за непригодностью, отклонять (τινά и τι Her., Lys., Xen., Plat., Arst., Dem., Plut.);
2 исключать из списков (ἀποδεδοκιμασμένοι ἐκ τῶν ἀκοντιστῶν Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδοκῐμάζω: μέλλ. -άσω, ἀπορρίπτω μετὰ γενομένην δοκιμασίαν, δηλ. ἐξέτασιν, ἀπορρίπτω ὑποψήφιον δι’ ἔλλειψιν τῶν ἀπαιτουμένων προσόντων, Ἡρόδ. 6. 130, Λυσ. 130. 33, Ἄρχιππ. ἐν «Ἰχθύσιν» 3: - Παθ., λαχὼν ἀπεδοκιμάσθη ἄρχειν Δείναρχ. 106. 20, πρβλ. Δημ. 779. 4. 2) ἐν γένει, δὲν ἐγκρίνω, ἀπορρίπτω ὡς ἀνάξιον ἢ ἀκατάλληλον, πασσόφους ἄνδρας Πλάτ. Θεαίτ. 181Β· ἵππον Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 13· νόμον ὁ αὐτ. Ἀπομν. 4. 4, 14· τὴν [τοῦ αὐλοῦ] χρῆσιν ἐκ τῶν νέων Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 10, πρβλ. 15, κ. ἀλλ.· [ἡ ὄρνις] ἀπ. τὰ αὑτῆς ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 9. 29, 2· ἀποδοκιμάζει τὴν τοιαύτην διατριβὴν Τιμοκλ. ἐν «Δρακοντίῳ» 1. 12· τὸ ποιεῖν τι Ξεν. Κύρ. 8. 1, 47· πρβλ. ἀποδοκιμάω.
English (Strong)
from ἀπό and δοκιμάζω; to disapprove, i.e. (by implication) to repudiate: disallow, reject.
English (Thayer)
(see δοκιμάζω); 1st aorist ἀπεδοκίμασα; passive, 1st aorist ἀπεδοκιμασθην; perfect participle ἀποδεδοκιμασμενος; to disapprove, reject, repudiate: מָאַס in Psalm 118>); Herodotus 6,130 down.)
Greek Monolingual
(AM ἀποδοκιμάζω)
δεν εγκρίνω κάτι, το απορρίπτω μετά από έλεγχο
νεοελλ.
1. κατακρίνω, ψέγω
2. εκφράζω έντονα την απαρέσκεια μου για κάτι («ο κόσμος αποδοκίμασε τον φονιά»)
αρχ.-μσν.
δοκιμάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο - + δοκιμάζω
Το απλό ρ. δοκιμάζω (< δοκιμή) σημαίνει την αποδοχή κατόπιν δοκιμής. Η σημασία της αποδοχής αίρεται στη σύνδεση με το προρρηματικό απο- (σε αντίθεση προς σύνθετα, όπως το απο-δέχομαι, όπου η παρουσία του προρρηματικού δεν αίρει, αλλά επιτείνει τη σημ. του ρήματος: αποδέχομαι = δέχομαι πλήρως, απολύτως), που έτσι φτάνει στη σημασία του «απορρίπτω»].
Greek Monotonic
ἀποδοκῐμάζω: μέλ. -άσω, απορρίπτω κατόπιν εξέτασης ή δοκιμασίας· απορρίπτω υποψήφιο λόγω έλλειψης των αναγκαίων προσόντων, σε Ηρόδ., Αττ.· γενικά, απορρίπτω κάτι ως ανάξιο λόγου ή ως ακατάλληλο, σε Πλάτ., Ξεν.
Middle Liddell
to reject on scrutiny, to reject for want of qualification, Hdt., Attic:—generally, to reject as unworthy or unfit, Plat., Xen.
Chinese
原文音譯:¢podokim£zw 阿坡-多企馬索
詞類次數:動詞(9)
原文字根:從-看來好像(檢驗) 相當於: (מָאַס / נָמֵס)
字義溯源:不贊成,拒絕,宣告無用,棄,棄絕;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(δοκιμάζω / δοκιμασία)=試驗)組成;其中 (δοκιμάζω / δοκιμασία)出自(δόκιμος)=可接受的),而 (δόκιμος)出自(δοκέω)*=想)。這字的字義:拒絕,棄絕。在九次的出現中,五次用來描述那引用( 詩118:22)所說的:匠人所‘棄’的石頭,已成了房角的頭塊石頭。在( 徒4:11)也引同樣經文,不過那裏不用(ἀποδοκιμάζω)=棄),而用(ἐξουθενέω / ἐξουθενόω)=藐視,棄)
出現次數:總共(9);太(1);可(2);路(3);來(1);彼前(2)
譯字彙編:
1) 棄絕(3) 可8:31; 路9:22; 路17:25;
2) 所棄的(2) 太21:42; 彼前2:7;
3) 棄的(2) 可12:10; 路20:17;
4) 所棄(1) 彼前2:4;
5) 竟被棄絕(1) 來12:17
Translations
disapprove
Belarusian: асуджаць, ганіць; Bulgarian: осъждам, порицавам; Chinese Mandarin: 譴責, 谴责; Dutch: afkeuren; Esperanto: kondamni; Finnish: tuomita; French: désapprouver; German: missbilligen; Greek: αποδοκιμάζω; Ancient Greek: ἀποδοκιμάζω, ἀποκρίνω, δυσωπέω, ἐπισαμαίνω, ἐπισημαίνω, θορυβέω, μέμφομαι; Hungarian: kifogásol, helytelenít, elítél, rosszall, ellenez, rossznak talál, kárhoztat, nincs ínyére; Italian: disapprovare; Latin: improbo, abdico; Polish: odrzucać, potępiać, skazać; Portuguese: desaprovar; Russian: осуждать, порицать; Swedish: ogilla, misstycka, underkänna
reject
Arabic: رَفَضَ; Armenian: մերժել; Azerbaijani: rədd etmək; Basque: atzera bota; Bulgarian: отхвърлям; Catalan: rebutjar, refusar; Chinese Hokkien: khì-choa̍t, kū-choa̍t; Mandarin: 拒絕, 拒绝; Cornish: denagha; Czech: odmítnout, zamítnout; Danish: afvise; Dutch: verwerpen, afwijzen; Esperanto: malakcepti, malagnoski; Finnish: hylätä, torjua; French: rejeter; Galician: rexeitar; German: verwerfen, ablehnen, zurückweisen; Gothic: 𐍆𐍂𐌰𐌺𐌿𐌽𐌽𐌰𐌽, 𐌱𐌹𐍅𐌰𐌽𐌳𐌾𐌰𐌽; Greek: απορρίπτω; Ancient Greek: ἀθετέω, ἀναίνομαι, ἀπαξιόω, ἀποδοκιμάζω, ἀποκοντόω, ἀποποιέω, ἀπορράσσω, ἀποτρίβω, ἀπωθέω, ἐκτοξεύω, παρεκβάλλω; Hungarian: visszautasít, elvet, elutasít, visszadob; Icelandic: hafna; Indonesian: menolak; Ingrian: hylätä; Irish: eitigh; Italian: respingere, rifiutare; Japanese: 拒絶する; Khmer: ច្រានចោល; Korean: 거절하다; Latin: nego, sperno; Lithuanian: atmesti; Maori: ākiri, hape, whakahoe, hoehoe; Norwegian: avslå, avvise; Old English: āweorpan; Polish: odrzucać, odrzucić; Portuguese: rejeitar; Romanian: respinge, refuza; Russian: отвергать, отвергнуть, отметать, отмести; Sanskrit: स्फुरति; Scottish Gaelic: rach an aghaidh, diùlt; Spanish: rechazar, desestimar, inadmitir; Swedish: avslå, avvisa, avfärda, rata; Telugu: తిరస్కరించు; Thai: ปฏิเสธ; Turkish: reddetmek; Ukrainian: відкидати, відкинути; Vietnamese: từ chối