3,274,447
edits
(3) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπῐνύσσω:''' ([[α- στερητικό]] και [[πινυτός]]), μόνο στον ενεστ., στερούμαι αντίληψης, είμαι [[άφρων]], [[ανόητος]], σε Όμηρ. | |lsmtext='''ἀπῐνύσσω:''' ([[α- στερητικό]] και [[πινυτός]]), μόνο στον ενεστ., στερούμαι αντίληψης, είμαι [[άφρων]], [[ανόητος]], σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπῐνύσσω:''' <b class="num">1)</b> находиться без сознания ([[κῆρ]] ἀπινύσσων Hom.);<br /><b class="num">2)</b> быть безрассудным (δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀ. Hom.). | |||
}} | }} |