Anonymous

ἀπινύσσω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπῐνύσσω:''' ([[α- στερητικό]] και [[πινυτός]]), μόνο στον ενεστ., στερούμαι αντίληψης, είμαι [[άφρων]], [[ανόητος]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἀπῐνύσσω:''' ([[α- στερητικό]] και [[πινυτός]]), μόνο στον ενεστ., στερούμαι αντίληψης, είμαι [[άφρων]], [[ανόητος]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπῐνύσσω:''' <b class="num">1)</b> находиться без сознания ([[κῆρ]] ἀπινύσσων Hom.);<br /><b class="num">2)</b> быть безрассудным (δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀ. Hom.).
}}
}}