ἀπονέω: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπονέω:''' μέλ. <i>-νήσω</i>, [[ξεφορτώνω]] — Μέσ., [[ρίχνω]] ένα [[βάρος]] από πάνω μου, <i>στέρνων ἀπονησαμένη</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀπονέω:''' μέλ. <i>-νήσω</i>, [[ξεφορτώνω]] — Μέσ., [[ρίχνω]] ένα [[βάρος]] από πάνω μου, <i>στέρνων ἀπονησαμένη</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπονέω:''' снимать бремя, med. снимать с себя (στέρνων, sc. τι Eur.).
}}
}}