ἀποσείω: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσείω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[αναταράζω]], εκτινάζω ή [[ρίχνω]] [[μακριά]] — Μέσ., [[αποσείω]] από εμένα, [[αποτινάζω]] [[κάτι]] [[μακριά]] μου, σε Θέογν.· λέγεται για [[άλογο]], τινάζομαι και [[ρίχνω]] τον αναβάτη μου, σε Ηρόδ., Ξεν.· μεταφ., <i>ἀποσείεσθαι λύπην</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀποσείω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[αναταράζω]], εκτινάζω ή [[ρίχνω]] [[μακριά]] — Μέσ., [[αποσείω]] από εμένα, [[αποτινάζω]] [[κάτι]] [[μακριά]] μου, σε Θέογν.· λέγεται για [[άλογο]], τινάζομαι και [[ρίχνω]] τον αναβάτη μου, σε Ηρόδ., Ξεν.· μεταφ., <i>ἀποσείεσθαι λύπην</i>, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποσείω:''' <b class="num">1)</b> стряхивать, отбрасывать (τι Men.);<br /><b class="num">2)</b> med. сбрасывать с себя (ὁ [[ἵππος]] ἀποσείεταί τινα Her., Xen., Plut.);<br /><b class="num">3)</b> med. отбрасывать прочь, отгонять (λύπην Arph.; ἀχλύν τινα καὶ ζόφον Plut.; [[ὕπνον]] Luc.);<br /><b class="num">4)</b> перен. отвергать, прогонять (τινά Luc.);<br /><b class="num">5)</b> med. отряхиваться (ὄρνιθες ἀποσείονται Arst.).
}}
}}