3,270,639
edits
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπονενοημένως:''' επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του [[ἀπονοέομαι]], απεγνωσμένα, απελπισμένα, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἀπονενοημένως:''' επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του [[ἀπονοέομαι]], απεγνωσμένα, απελπισμένα, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπονενοημένως:''' <b class="num">1)</b> отчаянно (χωρεῖν τοῖς ἀναβεβηκόσιν Xen.);<br /><b class="num">2)</b> с отчаянием (διακεῖσθαι πρὸς τὸ [[ζῆν]] Isocr.). | |||
}} | }} |